χέζω
English (LSJ)
fut.
A χεσοῦμαι Ar.V.941, Pax1235; also κατα-χέσομαι Id.Fr.152: aor. 1 ἔχεσα Id.Ec.320,808, (ἐγ-) ib.347, (κατ-) Nu. 174: aor. 2 ἔχεσον (κατ-) Alc.Com.4 (cf. Hdn.Gr.2.801); inf. χεσεῖν Ar.Th.570, AP7.683 (Pall.): pf. κέχοδα (only in compds. ἐγ-, ἐπι-χέζω): Pass., κέχεσμαι (v. infr.):—ease oneself, Ar. ll.cc., etc.: prov., εἰ μηδὲ χέσαι γε . . σχολὴ γενήσεται Stratt.51; οὐκ ἔχεις ὅ[ποι χέσῃς] ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν cj. in Men.530.9, cf. Com.Adesp. 491; ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις Str.7Fr.8: c. acc., χ. σησαμίδας Eup.163 (lyr.):—Med. (for the sake of the pun), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ar.Eq.1057 (hex.):—Pass., πέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος dung just dropped, Id.Ach.1170. (Cf. Skt. hádati (same sense).)
German (Pape)
[Seite 1341] fut. χεσοῦμαι, Ar. Vesp. 941, auch χέσειν, Pallad. 62 (VII, 683); aor. ἔχεσα u. ἔχεσον, perf. κέχοδα, perf. pass. κεχεσμένος, Ar. Ach. 1133, – seine Nothdurft verrichten, scheißen, 82, Equ. 70 u. sonst, zum Scherz auch im med. gebraucht, χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο.
Greek (Liddell-Scott)
χέζω: μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) αὐτόθι 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-χέζω)· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - ὥστε φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ μηδὲ χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., σπέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος, κόπρος ἀρτίως ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170.
French (Bailly abrégé)
f. χεσοῦμαι ou χέσομαι, ao. ἔχεσα, ao.2 ἔχεσον, pf. inus., en compos. -κέχοδα ; part. pf. Pass. κεχεσμένος;
aller à la selle;
Moy. χέζομαι m. sign.
Étymologie: R. Χεδ, relâcher, de la R. Χα, s’ouvrir, être béant.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ
2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι
3. μέσ. χέζομαι
α) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαι
β) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τον είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. βρίζω χυδαία ή περιφρονώ ή και αγνοώ κάποιον εντελώς
2. μέσ. αισθάνομαι επιτακτική ανάγκη να αφοδεύσω
3. (το α' πρόσ. εν. παθ. αορ.) χέστηκα
αδιαφορώ τελείως
4. φρ. «χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται λόγος
αρχ.
παθ. (για περιττώματα) αποβάλλομαι από την έδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghed- «εκβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα, τρύπα» με ρηματ. επίθημα -jω (χέζω < χεδ-jω) και συνδέεται με αλβ. dhjes, αρχ. ινδ. hadati, που έχει την ίδια σημ. με τον ελλ. τ., καθώς και με αρμ. jet «ουρά», αβεστ. zaδdah- «οπίσθια, πρωκτός». Τέλος, δεν θεωρείται πιθανή η ένταξη, στην οικογένεια αυτή, τών δύο φρυγικών τ. ζέτνα
φρύγιος ἡλέξις
σημαίνει δὲ τὴν πύλην (παρά τη διόρθωση του ερμηνεύματος σε «πυγή») και ζευμαν
τὴν πηγήν, ο οποίος πρέπει μάλλον να συνδεθεί με το ρ. χέω].
Greek Monotonic
χέζω: (√ΧΕΔ), μέλ. χεσοῦμαι, αόρ. αʹ ἔχεσα, αόρ. βʹ ἔχεσον, παρακ. κέχοδα — Παθ., κέχεσμαι· ανακουφίζομαι, κάνω την ανάγκη μου, σε Αριστοφ.· πέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος, απλώς, ρίχνω τον κόπρο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χέζω: (fut. χεσοῦμαι, inf. aor. 2 χεσεῖν; pf. pass. κέχεσμαι) испражняться Arph., Plut., Anth.; med. только ирон. (χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο Arph.).
Middle Liddell
[Root !χεδ]
to ease oneself, do one's need, Ar.:—Pass., σπέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος dung just dropt, Ar.