σκῦλον

Revision as of 15:43, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, mostly in pl. σκῦλα,

   A arms stripped off a slain enemy, spoils, S.Ph.1428, 1431, E.IT74, El.7, 1000, Th.4.134, SIG61 (Olympia, v B.C.); σκῦλα γράφειν to write one's name on arms gained as spoils, which were then dedicated to a deity, E.Ph.574; σκῦλ' ἔδειξα Βακχίῳ Id.Cyc.9, cf. Th.2.13, 3.57: less freq. in sg., booty, spoil, prey, σκῦλον οἰωνοῖσιν E.El.897, cf.Rh.620, D.Chr.64.24; τὰς πτέρυγας . . τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, . . σκῦλον ἀπὸ τῶν πολεμίων Aristopho 11.9; σκῦλον τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Plu.Mar.9.

German (Pape)

[Seite 907] τό, auch σκύλον u. σκυλόν betont, 1) die dem getödteten Feinde abgezogene, abgenommene Rüstung, spolium; überh. Kriegsbeute, bes. erbeutete Waffen; gew. plur., wie Soph. Phil. 1414; Eur., der auch den sing. braucht, Rhes. 620, σκῦλον οἰωνοῖσιν El. 897; Thuc. 2, 13. 4, 134 u. Folgende; σκῦλα γράφειν, wie εἰς σκῦλα γράφειν u. σκύλοις ἐγγράφειν, auf erbeutete Waffen seinen Namen schreiben, s. Valck. Eur. Phoen. 577. – 2) das einem getödteten Thiere abgezogene Fell, u. übh. die Haut eines Thieres, Callim. u. a. Sp., in welcher Bdtg σκύλον mit kurzem υ vorherrschend gewesen zu sein scheint. Vgl. über die Verwandtschaft mit σκῦτος u. συλάω Buttm. Lexil. II p. 264.

Greek (Liddell-Scott)

σκῦλον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. σκῦλα, ὡς τὸ ἔναρα, τὰ ὅπλα ἃ ὁ νικήσας λαμβάνει ἀπὸ τοῦ νεκροῦ τοῦ ἡττηθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Λατ. spolia, Σοφ. Φιλ. 1428, 141, Ι. Τ. 74, Ἠλ. 7, 1000, Θουκ. 4, 134· σκῦλα γράφειν, ἐπιγράφειν τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ἐπὶ ὅπλων ληφθέντων ὡς λαφύρων, τὰ ὁποῖα τότε ἀφιεροῦντο εἰς θεόν τινα, Εὐρ. Φοίν. 574, πρβλ. Κύκλ. 9, Θουκ. 2. 13., 3. 57· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὡς τὸ ἕλωρ, λάφυρον, λεία, σκῦλον οἰωνοῖς Εὐρ. Ἠλ. 897, πρβλ. Ρῆσ. 620· τὰς πτέρυγας ... τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, ... σκῦλον ἀπὸ τῶν πολεμίων Ἀντιφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 9· σκῦλον τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Πλουτ. Μάρ. 9. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε σκεῦος· συγγενὲς τῷ σῦλον, σύλη, συλάω, καὶ τῷ Λατιν. spol-ia· - ἴσως δὲ καὶ τῷ σκύλος [ῠ], πρβλ. σκῦτος, κύτος).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dépouille d’un ennemi tué.
Étymologie: R. Σκυλ, couvrir ; cf. lat. spoliae.

English (Strong)

neuter from σκύλλω; something stripped (as a hide), i.e. booty: spoil.

English (Thayer)

(Rbez G L T WH) also σκῦλον (so Rst elz Tr) cf. Lipsius, Gram. Untersuch., p. 44), σκυλου, τό (from the obsolete σκύω, 'to pull off', allied to ξύω, ξύλον (but cf. Curtius, § 113; Vanicek, p. 1115));
a. a (beast's) skin stripped off, a pelt.
b. the arms stripped off from an enemy, spoils: plural Sophocles, Thucydides, and following; the Sept..)

Greek Monotonic

σκῦλον: τό, κατά κανόνα στον πληθ. σκῦλα, όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Σοφ., Θουκ.· εἰς σκῦλα γράφειν, αναγράφω το όνομά μου στα όπλα που έχω λαφυραγωγήσει, σε Ευρ.· σπάνια στον ενικ., λάφυρο, λεία, πλιάτσικο, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκῦλον -ου, τό buit; meestal plur., wapenrustingen afgenomen van de gedode vijanden: wapenbuit.

Middle Liddell

σκῦλον, ου, τό,
mostly in pl. σκῦλα, the arms stript off a slain enemy, spoils, Soph., Thuc.; εἰς σκῦλα γράφειν to write one's name on arms taken as spoil, Eur.: —rarely in sg., booty, spoil, prey, Eur.

Chinese

原文音譯:skàlon 士去朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:苛責
字義溯源:剝皮,掠奪,贓物,劫掠物;源自(σκύλλω)*=勞煩)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 贓物(1) 路11:22

English (Woodhouse)

a prey for, person preyed on, thing preyed on