ἀρχε-
English (LSJ)
insep. Prefix (from ἄρχω),
A = ἀρχι-, with which it is sometimes interchanged, cf. ἀρχιθέωρος, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχε-: ἀχώριστον συνθετ. προθεματ. μέρος (ἐκ τοῦ ἄρχω), = ἀρχι-, πρὸς ὃ ἐνίοτε ἐναλλάσσεται, ἴδε ἀρχιθέωρος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 769.
Greek Monolingual
(AM ἀρχε-).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε- ως α' συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ' όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το αρχε- αποτελεί την αρχαιότερη μορφή που παρουσιάζει στη σύνθεση το ρ. άρχω ως α' συνθετικό, ενώ λίγο μετά τον Όμηρο αρχίζει η αντικατάσταση του από το αρχι-, το οποίο εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό συνθέτων. Το αρχε- είναι ο φορέας των δύο βασικών σημασιών του ρ. άρχω (πρβλ. αρχ-, αρχι- και άρχο-). Στα περισσότερα σύνθετα το αρχε- προσδίδει την αρχική σημασία του ρήματος «αρχίζω, κάνω την αρχή» [πρβλ. αρχ.-νεοελλ. αρχέγονος, αρχέτυπος
αρχ.
αρχεδίκης, αρχέπλουτος, αρχεσίμολπος, αρχέστατος
αρχ.-μσν.
αρχέκακος
νεοελλ.
αρχεβίωση], την οποία εξάλλου φέρουν και οι σύνθετες ξένες λέξεις με α' συνθετικό arche- (πρβλ. αγγλ. archecentric, archespore). Υπάρχουν και λίγα σύνθετα της αρχαίας γλώσσας με άρχε-, στα οποία εμφανίζεται η υστερογενής σημασία του ρ. άρχω «κυβερνώ, εξουσιάζω» (πρβλ. αρχέλαος, αρχέπολις, αρχέχορος). Εξάλλου το αρχε-παρουσιάζει σημαντική παραγωγική δύναμη στη σύνθεση κυρίων ονομάτων της αρχαίας
πρβλ. Αρχεάναξ, Αρχέβιος, Αρχέβουλος, Αρχεδάμας, Αρχέδαμος, Αρχέδημος, Αρχέδικος, Αρχέδωρος, Αρχεκλής, Αρχεκράτης, Αρχέλας, Αρχέλοχος, Αρχέμανδρος, Αρχέμαχος, Αρχέμβροτος, Αρχεμήδης, Αρχέμηλος, Αρχεμηνίδας, Αρχεμόρα, Αρχεναύτης, Αρχένεως, Αρχένικος, Αρχένοθος, Αρχένομος, Αρχένους, Αρχέπολις, Αρχεπτόλεμος, Αρχέστρατος, Αρχέτιμος, Αρχέφιλος, Αρχέφρων, Αρχέφυλος, Αρχεφών].