πρασιά

Revision as of 18:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. πρᾰσ-ιή, ἡ,    A bed in a garden, garden-plot, Od.7.127, 24.247, Thphr.HP4.4.3, Nic.Al.532, LXX Si.24.31, Dsc.4.17, Gal.UP9.6; ἀνθῶν πρασιαί Longus 4.2: metaph., πρασιαὶ πρασιαί in companies or groups, Ev.Marc.6.40. (Prob. from πράσον, and so prop. bed of leeks.)    II a surgical instrument, Hermes 38.283.

German (Pape)

[Seite 694] ἡ, das Gartenbeet; κοσμηταί, Od. 7, 127; οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπ ον, 24, 247; nach Schol. Hom. τὰς τῶν φυτειῶν τετραγώνους σχέσεις ὡς τὰ πλίνθια, dah. es Einige von πέρας ableiten, als die Einfassung der Bäume u. Weingärten; nach Andern von πράσον. Sp. auch der Garten selbst, Gemüsegarten, Luc. V. H. 1, 33; u. bes. im plur., Nic. Al. 532 Th. 576. – Uebtr. N. T., Abtheilung, Marc. 6, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾰσιά: Ἰων, -ιή, ἡ, τετράγωνον χώρισμα κήπου ἔνθα ἐφύτευον λαχανικὰ (κυρίως πράσα) ἢ ἄνθη, κοινῶς «βραγιά», ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον παντοῖαι πεφύασιν Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 3, κλπ· ἀνθῶν πρασιαὶ Λόγγος 4. 2· πρβλ. ἄνδηρον· ― μεταφορ., πρασιαὶ πρασιαί, κατὰ ὁμάδας, ἢ «συντροφίας», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ϛ', 40. (Πιθαν. «τόποι λαχανηφόροι, ἀπὸ μέρους τῶν πράσων κληθέντες, ἀφ’ ὧν καὶ τὸ χρῶμα πράσιον» Εὐστ.).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
plate-bande de potager ; p. ext. plate-bande (de légumes, de fleurs, etc.).
Étymologie: πράσον.

English (Strong)

perhaps from prason (a leek, and so an onion-patch); a garden plot, i.e. (by implication, of regular beds) a row (repeated in plural by Hebraism, to indicate an arrangement): in ranks.

English (Thayer)

πρασιας, ἡ, a plot of ground, a garden-bed, Homer, Odyssey 7,127; 24,247; Theophrastus, hist. plant. 4,4, 3; Nicander, Dioscorides (100 A.D.>?), others; ἀνέπεσον πρασιαί πρασιαί (a Hebraism), i. e. they reclined in ranks or divisions, so that the several ranks formed, as it were, separate plots, Buttmann, 30 (27); Winer's Grammar, 464 (432) also) § 37,3; (where add from the O. T. συνήγαγον αὐτούς θημωνιας θημωνιας, Exodus 8:14).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, πρασεά και ιων. τ. πρασιή, Α πράσον
τμήμα κήπου ή αγρού φυτευμένο με λαχανικά ή λουλούδια, βραγιά, παρτέρι
νεοελλ.
1. κάθε τμήμα στο οποίο υποδιαιρείται ένας κήπος με τη διάνοιξη παρόδων
2. ελεύθερος χώρος με φυτά ανάμεσα ή μπροστά σε οικοδομήματα
αρχ.
1. χειρουργικό όργανο
2. φρ. «πρασιαί πρασιαί» — κατά ομάδες ή συντροφιές.

Greek Monotonic

πρᾰσιά: Ιων. -ιή, ἡ (πράσον), κυρίως παρτέρι με πράσα· γενικά, λαχανόκηπος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., πρασιαὶ πρασιαί, κατά ομάδες ή συντροφιές, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρᾰσιά: эп.-ион. πρᾰσιή ἡ
1) гряд(к)а Hom.;
2) огород Luc.;
3) ряд: ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί NT они уселись рядами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρασιά -ᾶς, ἡ, Ion. πρασιή [πράσον] tuinbed, groentebed; Od. 24.247; overdr.. ἀνέπεσαν πρασιαὶ πρασιαί zij gingen zitten in groepen NT Marc. 6.40.

Middle Liddell

πρᾰσιά, ιονιξ -ιή, ἡ, πράσον
properly a bed of leeks: generally, a garden-plot, Od.:—metaph., πρασιαὶ πρασιαί in companies or groups, NTest.

Chinese

原文音譯:prasi£ 普拉西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:實行
字義溯源:花園圖案^,有規律的排列,組,一排,排列;或出自(πρασιά)X=韭*),(似指種韭菜時那樣有規律的排列)
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編
1) 一排的(1) 可6:40;
2) 一排(1) 可6:40