ἐξαλαπάζω

Revision as of 08:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A sack, storm, πόλιν Il.4.40, 1.129, etc.; also, empty a city of its inhabitants, clear it out, so as to plant new settlers in it, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Od.4.176: generally, destroy utterly, νῆας, τεῖχος, Il.13.813, 20.30: metaph., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξεν Theoc. 2.85.—Ep. word, used by X.An.7.1.29.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλαπάζω), gänzlich ausleeren, πόλιν, die Stadt von ihren Bewohnern leer machen, um andere einziehen zu lassen, Od. 4, 176; gew. plündern, verwüsten, Τροίην, Il. 1, 128, τεῖχος, νῆας, Il. 13, 813. 20, 30, wie Hes. O. 187; auch Xen. An. 7, 1, 29; ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Theocr. 2, 85, erschöpfte mich.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλᾰπάζω: μέλλ. -ξω, ἐκπορθέω, κυριεύω, πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― ὡσαύτως, κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, μεθίστημι τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· καθόλου, καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, τεῖχος Υ. 30· μεταφ., ἀλλά με νόσος ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαλαπάξω, part. ao. ἐξαλαπάξας, pf. inus.
1 dépeupler;
2 piller ; détruire : τεῖχος, νῆας IL un rempart, des vaisseaux.
Étymologie: ἐξ, ἀλαπάζω.

English (Autenrieth)

fut. -ξω, aor. ἐξαλάπαξα: empty entirely, sack, utterly destroy; usually of cities, once of ships, Il. 13.813.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλᾰπάζω) 1 devastar, saquear, destruir πόλιν Il.1.129, 4.40, Hes.Op.189, X.An.7.1.29, νῆας Il.13.813, τεῖχος Il.20.30, νειὸν Δημήτερος Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.96, Ἑλλήνων τεμένη IG 92.1191.2 (Corcira V d.C.), en v. pas. ὅταν πόλις ἐξαλαπαχθῇ Orac.Sib.14.306
fig. ἀλλά μέ τις ... νόσος ἐξαλάπαξεν un mal me dejó destrozada Theoc.2.85 (cód.).
2 despoblar, vaciar de personas μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας αἳ περιναιετάουσιν para ocuparla con nuevos colonos Od.4.176.

Greek Monolingual

ἐξαλαπάζω (Α) αλαπάζω
1. λεηλατώ, ερημώνω («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», Ομ. Ιλ.)
2. καταστρέφω, αφανίζω («ἐξαλαπάξειν νῆας», Ομ. Ιλ.)
3. εκκενώνω μια πόλη για να εγκαταστήσω σ' αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», Ομ. Οδ.)
4. (για αρρώστια) εξαντλώἀλλά με... νόσος ἐξαλάπαξε», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

ἐξᾰλᾰπάζω: μέλ. -ξω, κυριεύω πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, αδειάζω, εκκενώνω πόλη από τους κατοίκους της, εκτοπίζω τους κατοίκους της, έτσι ώστε να εγκαταστήσω νέους κατοίκους σε αυτήν, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλᾰπάζω:
1) очищать от жителей (πόλιν Hom. - ср. 2);
2) разорять, грабить (Τροίην Hom.; πόλιν Hes., Xen. - ср. 1);
3) разрушать, уничтожать (τεῖχος, νῆας Hom.);
4) изнурять, истощать (νόσος τις ἐξαλάπαξέ - v. l. ἐξάλλαξέ - με Theocr.).

Middle Liddell

fut. ξω
to sack a city, Il., etc.:—also, to empty a city of its inhabitants, clear it out, so as to plant new settlers in it, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Od.: generally, to destroy utterly, Il.