ὑπόσχεσις

Revision as of 14:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ὑπισχνέομαι) A undertaking, engagement, promise, οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν Il.2.286; τέλεσόν μοι ὑ. ἥν περ ὑπέστης Od.10.483; τὴν ὑ. ἐκτελέσαι Hdt.5.35; κραίνειν A.Supp.368; ἀποδιδόναι Isoc.15.75, cf. Pl.Men.77a; ὑ. ἀπολαβεῖν to receive the fulfilment of a promise, X.Smp.3.3; ἀπαιτεῖν τὰς ὑ. to demand their fulfilment, Arist.EN1164a17; ὑ. ψεύσασθαι to fail in its performance, Aeschin.1.143; μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑ. Isoc.4.14; ἡ ὑ. ἀπέβη was accomplished, Th.4.39; δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι Id.2.95; ἐξ ὑποσχέσεως according to engagement, CIG2713 (Labranda), cf. 2779 (Aphrodisias), IG4.203 (Isthmus). II promise to pay, ὀκτὼ δραχμῶν PCair.Zen. 736.25 (iii B. C.), cf. POxy.91.11 (ii A. D.); contract to execute work, farm land, etc., ib. 1117.6 (ii A. D.), PTeb.10.7 (ii B. C.). III profession of principles, Luc.Pisc.31.εως, ἡ, (ὑπισχνέομαι) A undertaking, engagement, promise, οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν Il.2.286; τέλεσόν μοι ὑ. ἥν περ ὑπέστης Od.10.483; τὴν ὑ. ἐκτελέσαι Hdt.5.35; κραίνειν A.Supp.368; ἀποδιδόναι Isoc.15.75, cf. Pl.Men.77a; ὑ. ἀπολαβεῖν to receive the fulfilment of a promise, X.Smp.3.3; ἀπαιτεῖν τὰς ὑ. to demand their fulfilment, Arist.EN1164a17; ὑ. ψεύσασθαι to fail in its performance, Aeschin.1.143; μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑ. Isoc.4.14; ἡ ὑ. ἀπέβη was accomplished, Th.4.39; δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι Id.2.95; ἐξ ὑποσχέσεως according to engagement, CIG2713 (Labranda), cf. 2779 (Aphrodisias), IG4.203 (Isthmus). II promise to pay, ὀκτὼ δραχμῶν PCair.Zen. 736.25 (iii B. C.), cf. POxy.91.11 (ii A. D.); contract to execute work, farm land, etc., ib. 1117.6 (ii A. D.), PTeb.10.7 (ii B. C.). III profession of principles, Luc.Pisc.31.

German (Pape)

[Seite 1234] ἡ, das Versprechen, die Verheißung; Il. 2, 286. 349 Od. 10, 483; ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ' ὑπόσχεσιν Aesch. Suppl. 363; ἐκπληρῶσαι ὑπόσχεσιν, das Versprechen erfüllen, Her. 5, 35; ἀποδιδόναι, Isocr. 15, 75, wie Plat. Men. 77 a u. öfter; Ggstz ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι, Aesch. 1, 143; ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν, Erfüllung eines Versprechens empfangen, Xen. Conv. 3, 3; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη, ging in Erfüllung, Thuc. 4, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσχεσις: -εως, ἡ, (ὑπισχνέομαι) ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑπισχνεῖσθαί τι, ὑπόσχεσις, οὐδέ τι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Ἰλ. Β. 286· τέλεσόν μοι ὑπ. ἥνπερ ὑπέστης Ὀδ. Κ. 483· τὴν ὑπ. ἐκπληρῶσαι Ἡρόδ. 5. 35· κραίνειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 368· ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 81, Πλάτ. Μένων 77Α· ὑπ. ἀπολαβεῖν, λαβεῖν τὴν ἐκπλήρωσιν ὑποσχέσεως, Ξεν. Συμπ. 3, 3· ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ., ἀπαιτεῖν τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 4· ὑπ. ψεύδεσθαι Αἰσχίν. 20. 9· μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑπ. Ἰσοκρ. 3D· ἡ ὑπ. ἀπέβη, ἐξετελέσθη, Θουκ. 4. 39· δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι ὁ αὐτ. 2. 95· ἐξ ὑποσχέσεως, συμφώνως πρός…, Συλλ. Ἐπιγρ. 2713, πρβλ. 1104, 2779 κ. ἀλλαχ.· πρβλ. ὑπόθεσις ΙΙΙ. 3. ΙΙ. ἐπάγγελμα (ὡς τρόπος τοῦ βίου), ὁρῶν δὲ πολλούς... διαφθείροντας τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως ἠγανάκτουν Λουκ. Ἁλιεὺς 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; τελεῖν OD, ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;
2 déclaration, profession ; profession, genre de vie.
Étymologie: ὑπισχνέομαι.

English (Autenrieth)

ιος (ὑπίσχομαι): promise.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. υπόσχεση.

Greek Monotonic

ὑπόσχεσις: -εως, ἡ (ὑπισχνέομαι),
I. εγγύηση, δέσμευση, προσυμφωνία, υπόσχεση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν, λαμβάνω, δέχομαι την εκπλήρωση της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν τὰς ὑποσχέσεις, απαίτηση εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι, αποτυγχάνει στην εκπλήρωση, ολοκλήρωση, εκτέλεσή του, σε Αισχίν.
II. επάγγελμα (ως τρόπος, μέθοδος του βίου), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσχεσις: εως ἡ
1) обещание, обязательство Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;
2) род занятий, профессия (τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως Luc.).

Middle Liddell

ὑπόσχεσις, εως, ὑπισχνέομαι
I. an undertaking, engagement, promise, Hom., Hdt., attic; ὑπ. ἀπολαβεῖν to receive the fulfilment of a promise, Xen.; ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ. to demand their fulfilment, Arist.; ὑπ. ψεύδεσθαι to fail in its performance, Aeschin.
II. a profession (as a mode of life), Luc.

English (Woodhouse)

promice