γεμάτος

Revision as of 08:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γιομάτος, -η, -ο (Μ γεμάτος, -η, -ον)
1. πλήρης, μεστός από κάτι
2. (για πρόσωπα) ευτραφής
3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός
4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν»)
5. ολοκληρωμένοςχαρά γεμάτη»)
νεοελλ.
1. (για το φεγγάρι) με πλήρη δίσκο, πανσέληνος
2. (για όπλο) αυτό που έχει μέσα φυσίγγια ή γόμωση πυρίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμάτος < γέμω + (κατάλ.) -άτος (πρβλ. τρέχω-τρεχάτος, φεύγω-φευγάτος). Στον μεταπλασμένο τ. της λέξης, στον τ. γιομάτος (όπου το -ο- αντί του -ε- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) παρατηρείται μεταβίβαση της ουρανικότητας από το συνώνυμο γεμάτος (πρβλ. επίσης γεμίζω-γιομίζω, γέμα -γιόμα κ.ά.)].