ζωστήρας

Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Greek Monolingual

ο (AM ζωστήρ)
1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι
2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο
3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» — εξάνθημα του δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως
νεοελλ.
1. η στρατιωτική ζώνη από την οποία κρέμεται το σπαθί
2. ναυτ. κάθε πλατιά σανίδα από αυτές που αποτελούν το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους περί το μέγιστο πλάτος του και την ίσαλο γραμμή του, κν. τσάπα
αρχ.
1. η ζώνη του πολεμιστή, που είχε και μετάλλινα επικαλύμματα για τα κατώτερα μέρη του θώρακα
2. η ζώνη που περιέσφιγγε τον χιτώνα γύρω από τη μέση
3. η ζώνη τών γυναικών, γυναικείο εσώρουχο
4. οι σανίδες που εκτείνονται κατά μήκος του πλοίου από την πλώρη μέχρι την πρύμνη
5. το είδος θαλάσσιου φύκους, ποσειδωνία η ωκεάνιος
6. ως κύριο όν. ο Ζωστήρ
ακρωτήριο στην Αττική μεταξύ της Κωλιάδος άκρας και του Σουνίου (κοντά στη Βουλιαγμένη)
7. ως επίθ. Ζωστήρ
προσωνυμία του Απόλλωνος στο ανωτέρω ακρωτήριο
8. φρ. «ζωστῆρες Ἐνυοῡς» — πολεμιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωσ- (θ. ζωσ-, πρβλ. αόρ. έ-ζωσ-α του ζώννυμι) + κατάλ. -τηρ (πρβλ. αροτήρ, λαμπτήρ). Η λ. στην Ιλ. χρησιμοποιείται με τη σημ. «ζώνη δερμάτινη καλυμμένη με μέταλλο που καλύπτει το υπογάστριο». Μεταφορικά χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει ένα είδος φύκους καθώς επίσης και ένα βουνό ανατολικά της Αττικής απ' όπου και η ομώνυμη προσωνυμία του Απόλλωνος].