ἄμεσος

Revision as of 16:59, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

ον, A immediate: ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, of propositions that cannot be proved syllogistically by means of a middle term, Arist.APr. 68b30, APo.72b19, etc.; τὰ ἄ. τῶν ἐναντίων direct opposites, Plot.6.3.20. Adv. ἀμέσως immediately, Olymp. in Phlb.p.256 S., Alex.Aphr. in Metaph.162.19, Procl.Inst.30, dub. in Phld. Herc.1251.3. ἀμεσότης, τητος, ἡ, immediacy, Eustr.in APo.176.4. ἀμέσω· ὠμοπλάται, Hsch. (cf. Lat. umerus, Goth. ams-).

German (Pape)

[Seite 122] ohne etwas mittleres, τὰ ἄμ., in der Dialektik, die unvermittelten Gegensätze, Arist. Anal. pr. 2. 23; Luc. hist. conscr. 32. – Adv. -σως, unmittelbar, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμεσος: -ον, ὁ ἄνευ μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = ἄνευ τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, εὐθύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immédiat.
Étymologie: , μέσος.

Spanish (DGE)

-ον
fil.
I 1que carece de término medio, inmediato de proposiciones o premisas, etc. ἔστι δὲ ὁ τοιοῦτος συλλογισμὸς τῆς πρώτης καὶ ἀμέσου προτάσεως Arist.APr.68b30, cf. 48a33, 66a37, APo.95b22, πάντα ἀξιώματα ὡς ἄμεσα καὶ αὐτοφανῆ παραδοτέον Procl.in Euc.195.18, ἄ. διαίρεσις Simp.in Cael.227.33.
2 c. ἐναντία opuestos inmediatos, sin término medio τὸ γὰρ νοσεῖν καὶ τὸ ὑγιαίνειν καὶ τὸ ἄρτιον καὶ τὸ περιττὸν ἐναντία ἄμεσα δοκεῖ Simp.in Cael.331.31, οὔτε γὰρ τῶν ἀμέσων ἐναντίων ἔστι τι μεταξύ Simp.in Cael.331.28
de aquí subst. τὰ ἄμεσα contrarios, opuestos que excluyen un término intermedio ἡμεῖς δέ φαμεν οὔτε πᾶσαν ἐπιστήμην ἀποδεικτικὴν εἶναι, ἀλλὰ τὴν τῶν ἀμέσων ἀναπόδεικτον Arist.APo.72b19, τῶν ἀμέσων ἡ θατέρου ἄρσις la abolición de uno de los contrarios Luc.Hist.Cons.32, ἐπὶ τὰ ἄμεσα <βλέποντες> ποιούμεθα τὴν σημασίαν Chrysipp.Stoic.2.50.5, πάλιν τὰ ἄμεσα ἐκφεύξεται se nos escaparán de nuevo los contrarios Plot.6.3.20.
II adv. -ως directa, inmediatamente, sin término medio ἡ φρόνησις τῇ ἀφροσύνῃ ἀμέσως ἐναντία λέγεται Chrysipp.Stoic.2.50.12, cf. 2.50.3, ἄτομα λέγει νῦν τὰ ἀμέσως ὑπάρχοντα Alex.Aphr.in Metaph.162.19, cf. Pr.1.53, πᾶν τὸ ἀπό τινος παραγόμενον ἀμέσως todo lo que procede inmediatamente de algo Procl.Inst.30, cf. 38, in Euc.265.24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμεσος, -ον)
αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος)
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, που δεν επιδέχεται χρονοτριβή ή αναβολή, λίαν επείγων, επικείμενος
«άμεσος κίνδυνος», «άμεση ανάγκη»
2. αυτός που αποκτάται με τις αισθήσεις και μόνο
«άμεσος αντίληψη»
αρχ.
(για συλλογισμούς) αυτός, στον οποίο το συμπέρασμα εξάγεται χωρίς τη μεσολάβηση άλλης κρίσεως, από μία και μόνη προκείμενη κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέσος.
ΠΑΡ. αμεσότης (αρχ. ἀμεσότης) αμέσως].

Russian (Dvoretsky)

ἄμεσος: лог. неопосредствованный, т. е. не имеющий среднего термина (с другим) (πρότασις Arst.): τὰ ἄμεσα Arst. неопосредствованные положения, т. е. не имеющие среднего (общего) термина, Luc. непосредственные противоречия.