ἀγέλαστος
English (LSJ)
ον, (γελάω) A not laughing, grave, gloomy, h.Cer.200; ἀ. πρόσωπα βιαζόμενοι A.Ag.794; of the orator Crassus, Lucil. ap. Cic.Fin.5.30, cf. Vett. Val.75.11: metaph., Σίβυλλα ἀγέλαστα φθεγγομένη Heraclit.92; ἀ. φρήν A.Fr.290; βίος Phryn.Com. 18; ἀ. πέτρα, stone at Eleusis on which Demeter sat, SIG2587.183, Apollod. 1.5.1. II Pass., not to be laughed at, not trifling, ξυμφοραί A. Ch.30, v.l. Od.8.307.
German (Pape)
[Seite 12] nicht lachend, traurig, ἀγέλαστα πρόσωπα, finstere Gesichter, Aesch. Ag. 768, ch.; ἀ. πέτρα hieß der Stein, auf welchem Ceres bei Athen ausgeruht haben sollte, H. h. Cer. 200; B. A. 337; vgl. Zenob. 1, 7; übrtr. βίος, Phryn. com. B. A. 344; συμφοραί, trauriges Geschick, Aesch. Ch. 30; Σίβυλλα ἀγέλαστα φθεγγομένη Plut. cur Pyth. 6. – Es ist ein Beiname mehrerer Philosophen, bes. des Heraklit. – Als Var. Hom. Odyss. 8, 307 ἤργ' ἀγέλαστα, Aristarch ἔργα γελαστά, s. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέλαστος: -ον, (γελάω), ὁ μὴ γελῶν, σοβαρός, σκυθρωπός, Ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 200· ἀγ. πρόσωπα βιαζόμενοι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 794· ἐπίθ. τοῦ Κράσσου Λουκίλ. παρὰ Κικέρωνι Fin. 5. 30. ― μεταφ., ἀγέλαστα φθέγγεσθαι, Ἡράκλ. παρὰ Πλουτ. 2. 397Α, ἀγ. φρήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 418, βίος, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ», 1. ΙΙ. παθητ., οὐχὶ ἀξιογέλαστος, οὐχὶ σμικρὸς ἢ ἀνάξιος λόγου, ξυμφοραί, Αἰσχύλ. Χο. 30· ὡσαύτως ὡς ἑτέρα γραφ. ἐν Ὀδ. Θ. 307.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne rit pas, grave, triste;
2 dont on ne rit pas, triste, funeste.
Étymologie: ἀ, γελάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no ríe, no riente, grave, serio, triste de Deméter h.Cer.200, ἀγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι A.A.793, del orador L. Licinio Craso, Lucil. en Cic.Fin.5.30.92, cf. Vett.Val.72.19, φρήν A.Fr.290, βίος Phryn.Com.19, μίμημα προσώπου Nonn.D.32.171, ὀπωπή Nonn.D.11.254.
2 ἀ. πέτρα la piedra de la tristeza en Eleusis donde se contaba que se sentó Deméter IG 22.1672.183 (Eleusis IV a.C.), Apollod.1.5.1.
II que no produce risa, no risible, serio, grave Σίβυλλα ... ἀγέλαστα ... φθεγγομένη Heraclit.B 92, ξυμφοραί A.Ch.30.
Greek Monotonic
ἀγέλαστος: -ον (γελάω),
I. Ενεργ.,αυτός που δεν γελά, σκυθρωπός, πένθιμος, μελαγχολικός, κατσούφης, κατηφής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.
II. Παθ., καθόλου αξιογέλαστος, διόλου ασήμαντος ή ανάξιος λόγου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγέλαστος:
1) несмеющийся, серьезный, без улыбки (πρόσωπον Aesch., Plut.);
2) печальный, мрачный (φρήν Aesch.): ἀ. ἧστο HH она печально сидела;
3) нешуточный, тяжелый (ξυμφοραί Aesch.).
Middle Liddell
γελάω
I. not laughing, grave, gloomy, sullen, Hhymn., Aesch.
II. pass. not to be laughed at, not trifling, Aesch.