ἄλλοσε

Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv. elsewhither, Od.23.184; ἄλλος ἄ. A.Pers.359; ἄ… ὄμμα θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντα S.Tr.272; to foreign lands, ἄ. ἐκπέμπειν to export, X.HG6.1.11; ἄ. οὐδαμόσε to no other place, Pl.Cri.52b; ἄ. πολλαχόσε to many other places, Id.Mx.241e; ποῖ ἄ.; to what other place? Id.Phd.82a; ἄ. ποι to some other place, Id.Tht.202e: c. gen., ἄ. ποι τῆς Σικελίας to some other part of Sicily, Th.7.51; ἄ. τοῦ σώματος Pl.Lg.841a:—by attraction, = ἀλλαχοῦ, ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ Id.Cri.45b.

German (Pape)

[Seite 106] anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; ἄλλος ἄλλοσε Aesch. Pers. 351 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλοσε: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλον τόπον, πρὸς ἄλλο μέρος, Ὀδ. Ψ. 184· ἄλλος ἄλλοσε, εἷς πρὸς ἕν μέρος καὶ ἄλλος πρὸς ἄλλο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 359· ἄλλοσ’... ὄμμα, θατέρα δὲ νοῦν ἔχοντα, Σοφ. Τρ. 272: εἰς τὰ ξένα, εἰς ξένας χώρας· ἄλλοσε ἐκπέμπειν, ἐξάγειν εἰς ξένας χώρας, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 11. ― συνδυαζόμενον μετ’ ἄλλου ἐπιρρήμ. ἄλλοσε οὐδαμόσε, πρὸς οὐδένα ἄλλον τόπον, Πλάτ. Κρίτων 52Β· ἄλλοσε πολλαχόσε, εἰς πολλὰ ἄλλα μέρη· ὁ αὐτ. Φαίδων 113Β· ποῖ ἄλλοσε; πρὸς ποῖον ἄλλο μέρος; ὁ αὐτ. Μενέξ. 241Ε· ἄλλοσέ ποι, εἰς ἄλλο τι μέρος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 202Ε: ― συχνάκις καὶ μὲ γεν., ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας, εἰς κανὲν ἄλλο μέρος τῆς Σικελίας, Θουκ. 7. 51· ἄλλοσε τοῦ σώματος, Πλάτ. Νόμ. 841Β: ― ἐν τῇ φράσει ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, Πλάτ. Κρίτ. 45Β, δὲν εἶναι = τῷ ἀλλαχοῦ, ἀλλ’ ἐτέθη ἀντ’ αὐτοῦ καθ’ ἕλξιν πρὸς τὸ ὅποι.

French (Bailly abrégé)

adv.
ailleurs avec mouv. : ἄλλοσέ ποι τῆς Σικελίας THC en qqe autre endroit de la Sicile ; ἄλλος ἄλλοσε ESCHL en allant l’un d'un côté, l’autre de l’autre.
Étymologie: ἄλλος, -σε.

English (Autenrieth)

to another place, elsewhere, Od. 23.184 and 204.

Spanish (DGE)

adv.
I c. verb. de mov.
1 en gener. a otro sitio, a otra dirección ἐπὶ Κέρκυραν ἢ ἄ. (πλεῖν) Th.1.53, ἐξέβην γὰρ ἄ. E.IT 781, ὅτι μὴ ... εἰς Ἰσθμόν, οὔτε ἄ. οὐδάμοσε Pl.Cri.52b, ἄ. ὅποι ἂν ἀφίκῃ ἀγαπήσουσί σε Pl.Cri.45c, cf. ὅταν σύ ποι ἄ. χάσκῃς Ar.Eq.1032
c. ἤ: ποῖ δ' ἂν (φύγω) ἄ. ἢ 'πὶ βωμόν; ¿a qué otro sitio que al altar (puedo huir)? E.Io 1255, cf. Pl.Phd.82a, μὴ ἐξέστω ἐξάγειν ... τὴν ὕλην ἄλλοσ' ἢ τῷ χωρίῳ IG 22.2498.11 (IV a.C.), τὰ χρήματα ... μὴ ἐξεῖναι ἄ. δαπανῆσαι ἢ εἰς πόλεμον Arist.Ath.29.5
c. ἄλλος y adv. de la misma raíz cada uno en una dirección ἐπανθορόντες ἄλλος ἄ. A.Pers.359, ἄλλος ἄ. ... δίνασεν ὄμμα E.Or.1458, ἄλλοτ' ἄ. πηδῶσι saltan de un lado a otro E.Tr.1205, cf. Supp.413.
2 fuera, al extranjero ἄ. σῖτον ἐκπέμποντας exportando trigo al extranjero X.HG 6.1.11.
II sin mov. en otro sitio τίς δέ μοι ἄ. θῆκε λέχος; ¿quién cambió mi cama de sitio?, Od.23.184, cf. 204, ἄ. αὐτὸν ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντ' teniendo en un sitio la mirada, en otro la mente S.Tr.272
c. gen. en otro sitio de ἐκκλῄσομεν ... ἄλλον ἄ. στέγης encerraremos a cada uno en un sitio diferente del recinto E.Or.1127, ἄ. τῆς Σικελίας καθεζομένους Th.7.51, τοῦ σώματος Pl.Lg.841a.

Greek Monolingual

ἄλλοσε επίρρ. (Α)
1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος
β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο
«ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη
«ποῖ ἄλλοσε;» σε ποιο άλλο μέρος;
2. (δίχως κίνηση) αντί του ἀλλαχοῦ «πολλαχοῦ καὶ ἄλλοσε... ἀγαπήσουσί σε» (Πλάτ. Κρίτ. 45b) (έλξη προς άλλο επίρρ. δηλωτικό κινήσεως).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + επιρρ. κατάλ. -σε].

Greek Monotonic

ἄλλοσε: επίρρ. (ἄλλος), σε άλλο μέρος, τόπο, αλλού, σε Ομήρ. Οδ.· ἄλλοςἄλλοσε, ο ένας προς ένα μέρος, ο άλλος προς άλλο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλοσε: adv.
1) в другое место (τίθεσθαί τι Hom.): ἄλλος ἄ. Aesch. один туда, другой сюда, т. е. кто куда; οὐκ ἄ. οὐδαμόσε, εἰ μή … Plat. никуда больше, как …; πολλαχοῦ καὶ ἄ. ὅποι ἂν ἀφίκῃ Plat. всюду, куда бы ты ни пришел;
2) за границу (σῖτον ἐκπέμπειν Xen.).

Middle Liddell

ἄλλος
to another place, elsewhither, Od.; ἄλλος ἄλλοσε one one way, one another, Aesch.

English (Woodhouse)

(see also: ἄλλοτε) in a different direction, in another direction