ἄνοια
English (LSJ)
Ep. ἀνοίη Thgn.453, ἡ:—stupidity, lack of reason, inconsiderateness, madness, the character of an ἄνοος, want of understanding, folly, ἀνοίη = in folly, Hdt.6.69; ὑπ' ἀνοίας A.Pr.1079, Philem.143; νεότητι καὶ ἀνοία Pl.Lg.716a; ἄ. λόγου S.Ant.603; τὴν ἄ. εὖ φέρειν E.Hipp.398; πολλῆ ἀνοια χρῆσθαι to be a great fool, Antipho 3.3.2; πολλὴ ἄ. [ἐστι] πολεμῆσαι Th.2.61; ἄνοιαν ὀφλισκάνειν = to be thought a fool, D.1.26; δύο ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δ' ἀμαθίαν Pl.Ti.86b; but opp. μανία, Id.R.382c, 382e, etc.: pl., follies, Isoc.8.7. [In Trag. sometimes paroxyt. ἀνοίᾱ (cf. ἀγνοίᾱ), cf. A.Th.402, S.Fr.583.5, E.Andr.519.]
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀνοίη Thgn.453; ἀνοιίη Hippon.75.3; eol. ἀνοιΐα Alc.112.1; ἀνοία A.Th.402
• Prosodia: [-ᾰ, pero -ᾱ A.Th.402; -ῐ- Hippon.l.c., Alc.l.c.]
1 falta de νόος o de entendimiento Democr.B 282.
2 estupidez, necedad Hdt.6.69, πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι es una gran locura entrar en guerra Th.2.61, ὑπ' ἀνοίας A.Pr.1079, Is.3.17, Philem.143, τῆς σῆς <δ'> ἀνοίας ... διδάσκαλον E.Ba.345, τὴν ἄνοιαν εὖ φέρειν E.Hipp.398, de un rey ἀνοίᾳ καὶ πονηρίᾳ πάντας ὑπερβεβληκὼς τοὺς πρὸ αὐτοῦ I.AI 8.318, πολλῇ ἀνοίᾳ χρώμενος siendo un gran necio Antipho 3.3.2, δοῦναι δίκην τῆς ἀνοίας recibir castigo (las amazonas) por su insensatez Lys.2.6, ἄνοιαν ὀφλισκάνων siendo considerado un estúpido D.1.26, τίκτει ... ἀπαιδευσία ... μετ' ἐξουσίας ἄνοιαν ignorancia unida al poder suele engendrar insensatez Arist.Fr.57, ὑπερβολὴν ἀνοίας Plb.34.6.15
•op. μανία: διὰ μανίαν ἢ τινα ἄνοιαν Pl.R.382c, cf. D.L.1.92, pero δύο ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δ' ἀμαθίαν Pl.Ti.86b
•de anim. τὰ δ' ἤθη τῶν ζῴων ... διαφέρει κατὰ ... νοῦν καὶ ἄνοιαν Arist.HA 610b22.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ, Gedankenlosigkeit, Unverstand, Thorheit, Aesch. Prom. 1081; Soph. λόγου Ant. 599 u. öfter (ἀνοίη Her. 6, 69; altatt. ἀνοία Soph.). Oft in Prosa, entgegengesetzt νοῦς Plat. Phaedr. 270 a; ἄνοιαν ὀφλισκάνω Dem. 1, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοια: Ἐπ. ἀνοίη, ἡ, Θέογν. 453: - ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἄνου, ἤτοι τοῦ ἀνοήτου, ἔλλειψις νοῦ, ἀνοησία, μωρία, ἀνοίῃ, ἐν μωρίᾳ, ἀνοήτως, Ἡρόδ. 6. 69· ὑπ’ ἀνοίας Αἰσχύλ. Πρ. 1079, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 34b· νεότητι καὶ ἀνοίᾳ Πλάτ. Νόμ. 716Α· ἀν. λόγου Σοφ. Ἀντ. 603· τὴν ἀν. εὖ φέρειν Εὐρ. Ἱππ. 398· ἀνοίᾳ πολλῇ χρῆσθαι, εἶναί τινα καθ’ ὑπερβολὴν ἀνόητον, Ἀντιφῶν 122. 31· πολλὴ ἄνοιά [ἐστι] πολεμῆσαι Θουκ. 2. 61· ἄνοιαν ὀφλισκάνων, νομιζόμενος ἀνόητος, μωρός, Δημ. 16. 24· δύο δ’ ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δ’ ἀμαθίαν Πλάτ. Τίμ. 86Β· ἀντιτίθεται δὲ τῇ μανίᾳ ὁ αὐτ. 382C, Ε, κτλ.: - πληθ. ἀνοησίαι, Ἰσοκρ. 160Α. [Ἐν τῇ παλαιᾷ ἀτθίδι ἐνίοτε παροξύνεται: ἀνοίᾱ, ὡς αἱ λέξεις, ἀγνοίᾱ, διανοίᾱ, παρανοίᾱ: - περὶ Αἰσχύλ. Θ. 402, ἴδε Δινδ. ἐν λέξ. Αἰσχύλ., πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 517, Εὐρ. Ἀνδρ. 520.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
déraison, sottise, folie.
Étymologie: ἄνοος.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and νοῦς; stupidity; by implication, rage: folly, madness.
English (Thayer)
ἀνοίας, ἡ (ἄνους (i. e. Ανως without understanding)), want of understanding, folly: madness expressing itself in rage, δύο δ' ἀνοίας γένη, τό μέν μανίαν, τό δέ ἀμαθιαν, Plato, Tim., p. 86b.). (Theognis, 453); Herodotus 6,69; Attic writings from Thucydides down.)
Greek Monolingual
η (Α ἄνοια) νους
νεοελλ.
καθολική και βαθιά ψυχική εξασθένηση που αργά αλλά προοδευτικά προσβάλλει ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου και κυρίως τις διανοητικές του λειτουργίες
αρχ.
ανοησία.
Greek Monotonic
ἄνοιᾰ: αρχ. Αττ. ἀνοίᾱ, Επικ. ἀνοίη, ἡ (ἄνοος), έλλειψη κατανόησης, αντίληψης, αφροσύνη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπ. ἀνοίας, σε Αισχύλ.· πολλὴ ἄνοιά (ἐστι) πολεμῆσαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοια: староатт. ἀνοία, ион. ἀνοίη ἡ безрассудство, глупость Trag., Xen.: ἀνοίῃ (ἀνοίᾳ) Her., Plat. и ὑπ᾽ ἀνοίας Aesch., Plat. по неразумию; εἰς τοῦτ᾽ ἀνοίας ἥκειν или ἐλθεῖν Isocr. дойти до такого безрассудства.
Middle Liddell
ἄνοος
want of understanding, folly, Hdt., etc.; ὑπ' ἀνοίας Aesch.; πολλὴ ἄνοιά [ἐστι] πολεμῆσαι Thuc.
Chinese
原文音譯:¥noia 阿-內阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:不-心思
字義溯源:愚昧,忿怒,大怒,怒氣;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νοῦς)*=悟性)組成
出現次數:總共(2);路(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 愚昧(1) 提後3:9;
2) 怒氣(1) 路6:11