ε

Revision as of 15:11, 10 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἒ ψιλόν, fifth letter of the Gr. alphabet: as numeral έ = πέντε and πέμπτος, but ε' = 5,000:—its name was εἶ, q.v., later ἒ ψιλόν; cf. ψιλός.

Spanish (DGE)

ε, τό
indecl.
I 1 en el sistema graf. épsilon la quinta letra del alfabeto griego, D.T.631.5, ἒ ψιλόν D.T.631.5 (var.), cf. ἐψιλόν
nota la e breve y larga, en el alfabeto jónico la breve
su nombre era εἶ q.u.
2 en el sistema fonológico, uno de los siete fonemas vocálicos τούτων (τῶν στοιχείων) φωνήεντα μέν ἐστιν ἑπτά· α ε η ι ο υ ω D.T.631.1
sobre su pronunciación como ῑ Hdn.Gr.2.390.
II como numeral
1 cinco (se distingue de la letra por diferentes signos diacríticos: εʹ, ε, ɛ̄) ἀπὸ ιη ἐτέων μέχρι ε καὶ λ = desde los dieciocho años hasta los treinta y cinco Hp.Coac.431, ὀλ(υρῶν) (ἀρτάβας) ε PHib.122.1 (III a.C.), χα(λκοῦ) τάλ(αντα) ε PTor.Choachiti 8A.45 (II a.C.), δη(νάρια) εʹ IEphesos 20B.30 (I d.C.), ῥαπφ(ανέλαιον) λ(ίτραι) κʹ ο(ὐ)γ(κίαι) εʹ Graff.Dip.HE 7 (I d.C.), τὸ E ... κυρίου σημεῖον ἀριθμοῦ προτετιμῆσθαι τῆς πεμπάδος = que la E es estimada como signo de un número importante, el cinco Plu.2.387e, γίνονται ɛ̄ Vett.Val.31.8, ὁλκ(ῆς) μ(νᾶς) ε = de cinco minas de peso, POxy.3765.9 (IV d.C.).
2 cinco mil (con otro signo diacrítico: ͵ε): τάπης Βρεταννικός (δηνάρια) ͵ε DP 19.28, cf. 63, 67 passim.
3 ordinal quinto ἐπὶ τὸν διάλογον τοῦ ε (ἔτους) PTeb.58.23 (II a.C.), Φιλοδήμου Περὶ ποιημάτων ɛ̄ Phld.Po.5.tít. (p.164), ἐκ εʹ ἄξονος Sch.Er.Il.21.282 (p.105), ἀναγραφόμενος ἐπὶ τοῦ ɛ̄ ἀμφόδου = inscrito en el distrito quinto, PMonac.71.18 (II d.C.), Ἑρμοῦ τὸ βʹ, τὸ εʹ ... σαπρόν = de Hermes, el segundo y el quinto, desfavorable de los lugares o casas de los planetas en el zodíaco, Vett.Val.36.9, ὅτι τῆς ɛ̄ ῥαψῳδίας ἐπιγραφὴ ἡ μὲν ἔμμετρος αὕτη· εἶ Eust.511.7.
4 adv. cinco veces δημαρχικῆς ἐξουσίας τὸ ɛ̄ = con potestad tribunicia por quinta vez, IM 174.8 (II d.C.), ὕπατος τὸ ɛ̄ IM 171.6 (II d.C.), στρατηγήσαντα εʹ IIasos 87.7 (imper.).
III como sonido mágico en abracadabras y fórmulas repetidas PMag.1.14, 18, εεεεεε PMag.2.96, αεηιουω PMag.13.905.

Greek Monolingual

(I)
(Μ ἔ) επιφών.
εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!»)
2. θαυμασμό
3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός του λαχείου!»)
νεοελλ.
1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!»)
2. κλήση («ε! εσένα μιλάω, δεν ακούς;»).
(II)
ἕ (Α)
αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου για αυτοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το τρίτο πρόσωπο , της προσωπικής αντωνυμίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα se- / swe-. Οι επικοί τ. ε, ευ, έθεν στους οποίους δεν εμφανίζεται δίγαμμα προέρχονται από τη ρίζα se-, η οποία απαντά επίσης στα λατ. se, αρχ. σλαβ. , γοτθ. si-k. Τα ομηρ. (F)έ, παμφυλ. Fhe ανάγονται στη ρίζα swe- που απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. sva-. Η δοτ. οι < soi που απαντά στα αρχ. περσ. šay, αβεστ. hẽ, αρχ. ινδ. se. To ομηρικό εέ, εοί, που σπάνια μαρτυρείται στον Όμηρο, προϋποθέτει ρίζα sewe- πρβλ. λιθ. save-. Τέλος με επιθετικοποίηση τών swe-, sewe- προήλθαν τα κτητικά swo-s > (F)ός και sewo-s > ἑός που αντιστοιχεί στα αρχ. ινδ. sva, λατ. suus].
(III)
(AM ἔ, και κατ' επανάληψη ἔ ἔ ἔ ἔ
Α και ἐέ ή ἐή)
επιφώνημα πόνου ή θλίψεως.