εξαγγέλλω
Greek Monolingual
(AM ἐξαγγέλλω)
νεοελλ.
ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα
μσν.
εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.)
1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν' ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια», Πλάτ.
β. επίσης και για προδότες, λιποτάκτες ή κατασκόπους, «ἐξάγγελέ τε αὐτοῖς τὰ παρ' ἡμῶν» — ανάφερέ τους, ανακοίνωσέ τους [στους εχθρούς] όσα κάνουμε εμείς, Ξεν.)
2. γνωστοποιώ σε όλους, διακηρύσσω, διαλαλώ
3. μέσ. υπόσχομαι
4. εκφράζω, εκφέρω, λέγω («ταῦτα δ' ἐξαγγέλλεται λέξει», Αριστοτ.)
5. ονομάζω («πότερον χαλεπὸν τοῦ βίου ἤ πῶς σὺ αὐτὸ ἐξαγγέλλεις», Πλάτ.)
5. (συνήθ. μέσ.) διηγούμαι («ἐξαγγελλόμενος τὸ ἑωυτου πάθος Μελανίππῳ», Ηρόδ.).