φαλλός

Revision as of 15:05, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ὁ, membrum virile, phallus, or a figure of a phallus, borne in procession in the cult of Dionysus as an emblem of the generative power in nature, IG12.45.13, Hdt.2.48,49, Ar.Ach.243, Luc. Syr.D.16.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ (vgl. φάλης, Pfahl), das männliche Glied, bes. das nachgeahmte, das als Sinnbild der Zeugungskraft der Natur bei den Bacchusfesten in feierlichen Umzügen getragen wurde, Ar. Ach. 231. 248 Her. 2, 48. 49, mit der Verehrung des Lingam in Indien zusammenhangend. Es war ein Pflock von Holz, bes. von Feigenholz. Vgl. Luc. de dea Syr. 16. 28 Plut. Rom. 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
phallus, membrum virile.
Étymologie: DELG rac. i.-e. signifiant « se gonfler » ; cf. φάλλαινα, φάλαινα¹.

Russian (Dvoretsky)

φαλλός:фалл (культовый символ плодородия) Her., Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φαλλός: ὁ, ὁμοίωμα ἀνδρικοῦ αἰδοίου ὃ περιήγετο ἐν μεγάλῃ πομπῇ κατὰ τὰ Βακχικὰ ὄργια ὡς σύμβολον τῆς παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, Ἡρόδ. 2. 48, 49, Ἀριστοφ. Ἀχ. 243, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16˙ ― ἡ ἔτι καὶ νῦν διατηρουμένη παρ’ Ἰνδοῖς λατρεία τοῦ Lingam εἶναι τῆς αὐτῆς φύσεως. Ὁ φαλλὸς ἦτο πεποιημένος ἐκ ξύλου συκῆς (σύκινος), πρβλ. Meineke εἰς Στράττιδος «Ψυχαστὰς» 4˙ ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐκ σκύτους (σκύτινος), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Πρβλ. φαλῆς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου, που περιφερόταν σε πομπή κατά τις βακχικές γιορτές και, γενικότερα, του απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές ως συμβόλου της γονιμοποιού δύναμης της φύσης («τῷ Διονύσῳ ἑορτὴν ἄγοντες οἱ Ἕλληνες φαλλοῖς ἐτίμων αὐτόν», Νόνν.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το πέος
2. ανατ. η αρχική καταβολή τών έξω γεννητικών οργάνων στο έμβρυο, αλλ. γεννητικό φύμα
3. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στη τάξη φαλλώδη
4. (στην θεωρία της ψυχανάλυσης) το σημαίνον της ασυνείδητης επιθυμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου (όπως φαίνεται τόσο από τον φωνηεντισμό -α- όσο και από το διπλό σύμφωνο του τ.), η οποία ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. ball «μέλος του σώματος», γερμ. διαλ. bille «πέος») και συνδέεται με τον τ. βαλλίον «πέος, φαλλός», λ. πιθ. θρακοφρυγικής προέλευσης, ο οποίος ανήκει στην ίδια οικογένεια. Ο τ. φαλλός έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τ. bhļ-y-o, από ένα θ. σε -ι-: bhļ-i-. Η αναγωγή της λ. φαλλός σε τ. bhļ-no- με επίθημα -no- (στην οποία θα οδηγούσαν πιθ. οι συγγενείς τ. Φαλλήν, φάλλαινα [Ι] που εμφανίζουν -ν-) δεν θεωρείται πιθανή λόγω του ότι στην περίπτωση αυτή ενός τ. φαλ-νός είτε θα έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικοί διαλεκτικοί τ. φαλλός, φᾱλος, ως προϊόντα της αντέκτασης (πρβλ. σταλ-να > στᾱλᾱ) είτε θα έπρεπε να δεχθούμε μια αφομοίωση του -λν- σε -λλ- (πρβλ. ὄλλυμι < ὄλ-νυ-μι), η οποία, όμως, είναι σχετικά νεώτερο φαινόμενο].

Greek Monotonic

φαλλός: ὁ, αρσενική μεμβράνη, φαλλός, σύμβολο γονιμότητας σε πομπές κατά τη διάρκεια των Βακχικών οργίων, ως έμβλημα της παραγωγικής δύναμης της φύσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

φαλλός, οῦ, ὁ,
membrum virile, phallus, a figure borne in procession in the Bacchic orgies, as an emblem of the generative power in nature, Hdt., Ar.

Frisk Etymology German

φαλλός: {phallós}
Grammar: m.
Meaning: membrum virile (Hdt., Ar., att. Inschr. u.a.).
Composita: Einige Kompp., z.B. φαλλοφόρος, -φορέω (sp.), auch φαλληφορέω, -φόρια n. pl. (Plu.; nach στεφανη- ~), ἰθύφαλλος (Kratin., D. [die Ausdrucksweise der Jüngeren referierend] u.a.).
Derivative: Davon φαλλικός ‘zum φ. gehörig’ (Ar., Arist.); Φαλλήν, -ῆνος m. Bein. des Dionysos (Paus. 10, 19, 3; codd. Κεφαλῆνα); φαλλίων = φαλλοφόρος (Suid.); περιφαλλία· πομπὴ Διονύσῳ τελουμένη τῶν φαλλῶν H. Daneben φάλης, -ητος (-ῆς, -ῆτος) m. = φαλλός, auch personifiziert (Sophr. [?], S. Ichn., Ar., Theok., H.); ion. Gen. φάλεω (Hippon. 14b = 21 Masson; wie μύκης, -εω, -ητος).
Etymology: Sowohl durch den α-Vokal wie durch die Geminata erweist sich φαλλός als ein volkstümliches Wort. Hinter der Bed. membrum virile liegt ohne Zweifel eine andere konkrete Bed.; da sich aber diese nicht ermitteln läßt, bleiben alle weiteren Kombinationen hypothetisch. Am nächsten kommt, wohl als (thrak. -phryg. -illyr.?) LW, βαλλία = αἰδοῖα (Herod.), womit auch der VN Τριβαλλοί (= *Τριφαλλοί) verknüpft worden ist (Kerényi Glotta 22, 41, Kretschmer ebd. 103 A. 1; dazu noch Haas WienStud. 71, 164 ff.). Andere sinn- und formähnliche Wörter sind nhd. (hess. dial.) bille penis und air. ball Glied, Körperteil, die zusammen mit einer unabsehbaren Menge Ausdrücke, namentlich im Germanischen, für Ball, Kugel, Schlauch, Trinkgefäß, Hode, Stier (ndd. nhd. Bulle = *φάλλων? Schulze KZ 29, 263 = Kl. Schr. 308) usw. unter eine Wz. bhel- aufblasen, aufschwellen zusammen- gefaßt zu werden pflegen; s. WP. 2, 177ff., Pok. 120f., W.-Hofmann s. follis m. reicher Lit. — Zu φαλλός gehört ohne Zweifel wegen der Körperform, mittelbar oder unmittelbar, der Name des Walfisches φάλλαινα (s.d.). Für eine einleuchtende Erklärung wäre jedoch eine exaktere Vorstellung als "plumpe kugelige Masse", "Wulst, Klumpen", "schwimmender Schlauch" od. ähnl. willkommen. Wie sich die Bed. Lichtmotte, Nachtfalter daraus (oder direkt aus φαλλός?) entwickelt hat, bleibt auch nach den tastenden Vermutungen von Immisch Glotta 6, 194ff. (wegen des in der Kunst dargestellten unverhältnismäßig dicken Leibes? mit Bezug auf die angebliche Lüsternheit des Seelenschmetterlings ?; vgl. noch Güntert Kalypso 219f.) unklar.
Page 2,987-988

Wikipedia EN

A phallus is a penis (especially when erect), an object that resembles a penis, or a mimetic image of an erect penis. In art history a figure with an erect penis is described as ithyphallic. Any object that symbolically—or, more precisely, iconically—resembles a penis may also be referred to as a phallus; however, such objects are more often referred to as being phallic (as in "phallic symbol"). Such symbols often represent fertility and cultural implications that are associated with the male sexual organ, as well as the male orgasm.

Translations

af: fallus; als: phallus; ar: فالوس; bg: фалос; bn: লিঙ্গমূর্তি; ca: fal·lus; cs: falus; da: fallos; de: Phallus; el: φαλλός; en: phallus; eo: faluso; es: falo; et: fallos; eu: falo; fa: نراندامه; fi: fallossymboli; fr: phallus; gl: falo; he: פאלוס; hr: falus; it: simbolismo fallico; ja: ファルス; ko: 팔루스; lt: falas; nl: fallussymbool; no: fallos; pl: fallicyzm; pt: falo; ro: falus; ru: фаллос; sh: falus; simple: phallus; sr: фалус; sv: fallossymbol; tl: phallus; uk: фалос; zh: 菲勒斯

Mantoulidis Etymological

(=ὁμοίωμα ἀντρικοῦ αἰδοῖου σά σύμβολο γονιμότητας τῆς φύσης). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα: Φαλλήν (=ἐπώνυμο τοῦ Διόνυσου), φαλληφόρια, φαλλικός, φαλλοφόρος.