ἄσθμα

Revision as of 12:49, 28 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό,
A short-drawn breath, panting, ἄσθμα καὶ ἱδρώς Il. 15.241; ἀργαλέῳ ἄσθματι ib.10; ὑπ' ἄσθματος κενοί = exhausted A.Pers.484; ἄσθματι στρευγόμενος Tim.Pers.93; ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατεῖν Pl.R. 568d, cf. 556d; as symptom of anger, Phld.Ir.p.27 W.; death rattle, Pi.N.10.74.
II Medic., asthma, Hp.Aph.3.22(pl.), etc.
III breath, breathing, Mosch.3.53, Luc.DDeor.11.2, Philum.Ven.36.3; blast, ἀρκτῴοις ἄσθμασι AP9.677 (Agath.); ἄσθμα φλογός Coluth.179; κεραυνοῦ Nonn.D.1.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.522.)

Spanish (DGE)

ἆσθμα, -ματος, τό
• Grafía: frec. edd. ἄσθμα
I 1respiración dificultosa, jadeo, falta de aliento ἆ. καὶ ἰδρώς Il.15.241, ἀργαλέῳ ἔχετ' ἄσθματι Il.15.10, 16.109, ὑπ' ἄσθματος κενοί A.Pers.484, ἄσθματι στρευγόμενος Tim.15.82, ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαι Pl.R.568d, ἆ. τῶν χίλια δεδραμηκότων στάδια Phld.Ir.8.38, τὸ ἄ. γινόμενον συνεχὲς ἐκ τοῦ καμάτου D.C.Epit.9.1.14
estertor de la muerte ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν Pi.N.10.74.
2 medic. asma Hp.Aph.3.22.
II 1respiración, aliento Mosch.3.53, Luc.DDeor.19.2, Philum.Ven.36.3, Q.S.11.384, σοῦ τὸ ἆ. Philostr.Ep.38, τὸ ἄ. (αὐτῆς) ἡδύ Aristaenet.1.12.21, οὐλοὸν ἆ. A.R.2.85, ἰσχυρὸν ἆ. D.Chr.36.47, ἆ. τεταγμένον καὶ μέτριον Ast.Am.Hom.14.2.5
de donde en plu. resuello ἀρκτώοις ἄσθμασι AP 9.677 (Agath.)
soplo οἷον ὑπ' ἄσθματος Plu.2.77a, τὸ συνεκπίπτον ἆ. Plu.2.99b, fig. ἐν ἄσθματι θυμοῦ Meropis 3, de la inspiración poética πνεῦσον ἐμοὶ τεὸν ἆ. Nonn.D.25.261, cf. Anon. hex. en POxy.3537re.5.
2 ráfaga πυρός AP 7.210 (Antip.), φλογός Colluth.178, κεραυνοῦ Nonn.D.1.2
en plu. exhalaciones, vapores de un río νοτεροῖς ἄσθμασιν AP 9.244 (Apollonid.).
• Etimología: De *ἀν-σθμα prob. rel. c. ἄνεμος de una raíz *H2en-H2soplar’ y un suf. -σθμα c. una σ de oscura interpr.

Greek Monolingual

το (AM ἄσθμα και ἆσθμα)
ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα
αρχ.-μσν.
1. η πνοή, η αναπνοή
2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου)
αρχ.
1. το λαχάνιασμα
2. ο επιθανάτιος ρόγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα an()- «φυσώ, πνέω» του τ. άνεμος. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό επίθημα -, το οποίο στην Ελληνική συχνά εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (πρβλ. ίθμα), ενώ το -σ- του τ. παραμένει ανεξήγητο (πρβλ. ισθμός). Επίσης αμφισβητείται η ποσότητα του α- που παραδίδεται και ως μακρό.
ΠΑΡ. ασθμαίνω, ασθματικός, ασθματώδης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: short-drawn breath, panting, as medic. term asthma (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unclear. -θμα is known as a suffix (cf. ἴ-θμα), but derivation from h₂enh₁- breathe in ἄνεμος seems impossible: it would give ἀνε- (also as the result of zero grade *h₂nh₁-). For the -σ- cf. ἰ-σθμός. Chantr. gives the difficult comment: "dans le cas de ἄσθμα le σ donne une certaine valeur d'harmonie imitative." If he means that it is onomatopoetic, this could be supposed for the (whole) root ἀσ-.

Frisk Etymology German

ἄσθμα: {ásthma}
Grammar: n.
Meaning: schweres, kurzes Atmen, Keuchen, als mediz. Terminus Asthma (ion. poet. seit Il.).
Derivative: Davon das von den Medizinern gebrauchte Adj. ἀσθματικός, vereinzelt ἀσθματίας, ἀσθματώδης; ferner das Denominativum ἀσθμαίνω schwer atmen, keuchen (seit Il.); daneben die späte Bildung ἀσθμάζω (AB); unsicher ἀσθμάομαι (Pap., vgl. Kapsomenakis Voruntersuchungen 26 A. 4), wovon immerhin ἄσθμησις (Gloss.).
Etymology: Die Bildung von ἄσθμα ist im einzelnen etwas unklar. Jedenfalls ist es eine θμα-Ableitung (vgl. ἴθμα usw.), wahrscheinlich von an(ə)- atmen in ἄνεμος (s. d.). In der so gewonnenen Grundform *ἄνσθμα (vgl. die Literatur bei Schwyzer 337) bleibt das -σ- noch zu rechtfertigen; vgl. indessen ἰσθμός; ähnlich lat. hālāre hauchen, falls nach geläufiger Auffassung aus *an-slā- (denominativ). — Ältere Erklärungen bei Bq.
Page 1,161-162