English (LSJ)

ον, travelling by means of horses: driver of horses, epithet of Patroclus, Il.16.126,584,839; rider, AP9.210.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, den Weg zu Wagen od. zu Pferde machend, Wagenlenker, Kämpfer vom Wagen herab, Reisiger, so heißt Patroklus, Il. 16, 126. 584; auch die Hunnen, Ep. ad. 590 (IX, 210).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat (propr. qui s'avance) sur un char.
Étymologie: ἵππος, κέλευθος.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκέλευθος: пролагающий (себе) путь на конях, т. е. правящий конями (Πάτροκλος Hom.; γένος Οὔννων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκέλευθος: -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ ἱππότης, ἱππηλάτης, Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ ἱππεύς, Ἀνθ. Π. 9. 210.

English (Autenrieth)

making way with the chariot, swift-driving, epithet of Patroclus. (Il.)

Greek Monolingual

ἱπποκέλευθος, -ον (Α)
1. (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους
2. ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή»].

Greek Monotonic

ἱπποκέλευθος: -ον, αυτός που ταξιδεύει με άλογο, οδηγός αλόγων, ιππηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἱππο-κέλευθος, ον
travelling by means of horses, a driver of horses, Il.

Translations