μαστίζω

Revision as of 12:00, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Nonn. D. 2.645, Dor. μαστίσδω Theoc.7.108: Ep. aor.
A μάστιξα Il.5.768:—Pass., aor. ἐμαστίχθην v.l. in Hdt.1.114; part. μαστιχθείς AP9.348 (Leon. Alex.): (μάστιξ):—whip, flog, μάστιξεν δ' ἵππους Il.l.c., etc.; τυ… ὑπὸ… ὤμους μαστίσδοιεν (v. supr.) Theoc. l.c.: c. inf., μάστιξεν δ' ἐλάαν whipped them on or forward, Il.5.366, Od.6.82, etc.: metaph., ἵνα… σε πολλοὶ μαστίξωσι λόγοις Epigr.Gr. 303.5 (Smyrna).
2 stimulate the bowels, Steph. in Hp.2.311 D.:—Pass., ib.312 D.—Ep. word, used twice in Com., Eup.72, Alex.133.5, also in LXX Nu. 22.25, Wi.5.11 (Pass.); and in late Prose, Plu.Alex. 42, Luc.Pr.Im.24, etc.; the Att. form being μαστιγόω.

French (Bailly abrégé)

f. μαστίξω, ao. ἐμάστιξα, pf. inus.
fouetter, acc. : μάστιξεν δ' ἐλάαν IL, OD il fouetta (les chevaux) pour les lancer en avant.
Étymologie: μάστιξ.

German (Pape)

peitschen, geißeln, die Pferde, Il. 5.768 und öfter, μάστιξεν δ' ἐλάαν, 5.366 und sonst; auch in späterer Prosa, τοὺς ἵππους ἐμάστιζον Plut. Alex. 42; Luc. imag. 24; absol., Tim. 23.

Russian (Dvoretsky)

μαστίζω: (эп. aor. μάστιξα; part. aor. pass. μαστιχθείς) бить кнутом, хлестать, стегать (ἵππους Hom. etc.; τινά NT): μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν Hom. (Ирида) бичом погнала (коней).

Greek (Liddell-Scott)

μαστίζω: ὁ ἐν. πρῶτον παρὰ Θεοκρ., Ἐπικ. ἀόρ. μάστιξα Ὅμ.· μετοχ. ἀορ. παθ. μαστιχθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 384 (μάστιξ). Κτυπῶ διὰ μάστιγος, μαστίζω, κτυπῶ μάστιξε δ’ ἵππους Ἰλ. Ε. 768, κτλ.· ὤμους μαστίσδοιεν (Δωρ. ἀντὶ -ίζοιεν) Θεόκρ. 7. 108· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μάστιξεν δ’ ἐλάαν, τοὺς ἐκτύπησε (διὰ τῆς μάστιγος) [διὰ] νὰ δράμωσι, νὰ προχωρήσωσι, «νὰ τραβήξουν ἐμπρός», Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Ζ. 82, κτλ. - Ὡς τὸ μαστιάω, μαστίω, λέξ. Ἐπικὴ δὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 15, Ἄλεξ. ἐν «Λεύκῃ» 1, 5), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Ἀλεξ. 42, Λουκ. Εἰκ. 24, κτλ., - ὁ δὲ Ἀττ. τύπος εἶναι: μαστιγόω.

English (Autenrieth)

use the μάστῖξ, lash, whip.

English (Strong)

from μαστός; to whip (literally): scourge.

Greek Monolingual

(AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω)
1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω
2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ
νεοελλ.
κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την ανθρωπότητα»)
μσν.
1. τραυματίζω, πληγώνω
2. τιμωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος ή μεταπλασμένος τ. του μαστίω κατά τα ρ. σε -ίζω].

Greek Monotonic

μαστίζω: Δωρ. -ίσδω (μάστιξ)· Επικ. αόρ. αʹ μάστιξα, μτχ. Παθ. αόρ. αʹ μαστιχθείς· μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· με απαρ., μάστιξεν δ' ἐλάαν (βλ. ἐλαύνω I. 2), σε Όμηρ.

Middle Liddell

μαστίζω, μάστιξ
to whip, flog, Il., Theocr.: c. inf., μάστιξεν δ' ἐλάαν (v. ἐλαύνω I. 2), Hom.

Chinese

原文音譯:mast⋯zw 馬士提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:相當 刺痛的 相當於: (נָכָה‎)
字義溯源:鞭打,重打,鞭;源自(μασθός / μαστός / μαζός)=乳,胸);而 (μασθός / μαστός / μαζός)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)。比較 (δέρω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 就鞭打(1) 徒22:25

Mantoulidis Etymological

(=μαστιγώνω). Ἀπό τό μάστιξ πού ἔχει σχέση μέ τά μάω, μάσσω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη μάστιξ.

Translations

whip

Albanian: vregënoj; Arabic: جَلَدَ بِسَوْط‎, سَاطَ‎; Asturian: azotar; Azerbaijani: qamçılamaq; Belarusian: сцябаць, сячы, хвастаць, пароць; Bulgarian: бия с камшик; Catalan: assotar, fuetejar; Chickasaw: fammi; Chinese Mandarin: 鞭打; Cornish: hwyppya; Czech: bičovat; Danish: piske; Dutch: geselen; Esperanto: vipi; Finnish: ruoskia, piiskata; French: fouetter, flageller; German: peitschen, auspeitschen, anpeitschen; Greek: μαστιγώνω; Ancient Greek: μαστίζω, μαστιγόω; Hebrew: הִלְקָה‎, הִצְלִיף‎; Hungarian: ostoroz; Ido: knutagar, flogar; Indonesian: mencambuk; Irish: failp; Italian: sferzare, flagellare, frustare, scudisciare, staffilare; Japanese: 鞭打つ; Kalmyk: шилврдх; Korean: 채찍질하다; Luxembourgish: baatschen; Maori: wepu, whiu; Norman: fouetter; Polish: chłostać, biczować, ubiczować; Portuguese: chicotear, açoitar; Romanian: biciui; Russian: пороть, стегать, сечь, хлестать, бичевать; Shan: ၽတ်ႉ; Slovak: bičovať; Spanish: azotar, fustigar, hostigar; Swedish: piska; Thai: หวด, ฟาด, ตี, เฆี่ยน, โบย; Turkish: kırbaçlamak, kamçılamak; Ukrainian: шмагати, пороти, сікти, лупцювати, батожити, вишмагати, відшмагати; Welsh: chwipio

flog

Catalan: assotar, flagel·lar; Chinese Mandarin: 鞭打, 鞭笞, 棰; Czech: bičovat; Dutch: geselen; Esperanto: skurĝi; Finnish: ruoskia, piiskata, piestä; French: flageller, fouetter; Galician: fustrigar, xostrear, xostregar; German: geißeln, peitschen; Greek: μαστιγώνω, δέρνω; Ancient Greek: ἱμάσσω; Hungarian: megvesszőz; Ido: knutagar; Italian: flagellare, frustare; Japanese: 鞭打つ; Latgalian: pērt; Latin: verbero; Latvian: pērt; Lithuanian: perti; Maori: wepu; Polish: chłostać, biczować, ubiczować; Portuguese: chicotear, açoitar; Romanian: flagela, biciui; Russian: пороть, стегать, сечь, хлестать, бичевать; Spanish: azotar; Swedish: prygla, piska; Ukrainian: шмагати, батожити, сікти