ἀνταναπληρόω

Revision as of 07:48, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

English (LSJ)

fill up, τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος A.D.Synt.14.1; τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ Ep.Col.1.24; ἀ. πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τοὺς ἀπορωτάτους put in the poorest so as to balance the richest, D.14.17.

Spanish (DGE)

completar, compensar τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος A.D.Synt.14.1, τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ Ep.Col.1.24, ἵν' ... τοῦτο ἐκ τῆς παρὰ τῶν ἄλλων συντελείας ἀνταναπληρωθῇ D.C.44.48.2, τὴν ἀποστολικὴν ἀπουσίαν Clem.Al.Strom.7.12.77, ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τοὺς ἀπορωτάτους D.14.17.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen anfüllen, Dem. 14, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en balance, contrebalancer;
NT: compléter ; achever.
Étymologie: ἀντί, ἀναπληρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταναπληρόω: соответственно восполнять: ἀ. τι πρός τι Dem. уравновешивать что-л. чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναπληρόω: ἀντικαθιστῶ, ἀναπληρῶ, ἡ ἀντωνυμία ἀνταναπληροῦσα καὶ τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν τάξιν τοῦ ῥήματος Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 14· «τῶν δὲ συμμοριῶν ἑκάστην διελεῖν κελεύω πέντε μέρη κατὰ δώδεκα ἄνδρας ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τούς ἀπορωτάτους», ὥστε οἱ ἀπορώτατοι νὰ ὦσιν ὡς ἀντιστάθισμα κατὰ τῶν εὐπόρων, Δημ. 182. 22: - ἀνταναπλήρωσις, εως, ἡ ἐκ νέου ἀναπλήρωσις, Ἐπίκορ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 48.

English (Strong)

from ἀντί and ἀναπληρόω; to supplement: fill up.

English (Thayer)

ἀνταναπληρῶ; (ἀντί and ἀναπληρόω, which see); to fill up in turn: Isaiah, 'what is lacking of the afflictions of Christ to be borne by me, that I supply in order to repay the benefits which Christ conferred on me by filling up the measure of the afflictions laid upon him'); (Meyer, Ellicott, etc., explain the word (with Wetstein (1752)) by 'ἀντί ὑστερήματος succedit ἀναπληρωμα; but see Lightfoot ad loc, who also quotes the passages where the word occurs). (Demosthenes, p. 182,22; Dio Cassius, 44,48; Apollonius Dyscolus, de constr. orat. i. pp. 14,1 (cf. Alexander Buttmann (1873) at the passage); 114,8; 258,3; 337,4.)

Greek Monotonic

ἀνταναπληρόω: μέλ. -ώσω, παρέχω ως υποκατάστατο ή αντιστάθμισμα, τινά πρός τινα, σε Δημ.

Middle Liddell


to supply as a substitute or balance, τινὰ πρός τινα Dem.

Chinese

原文音譯:¢ntanaplhrÒw 安特-安那-普累羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-向上-充滿
字義溯源:補滿,完成;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(ἀναπληρόω)=完成,補足)組成;其中 (ἀναπληρόω)又由(ἀνά)*=上)與(πληρόω)=使其充滿)組成;而 (πληρόω)出自(πίμπλημι)*=充滿)。保羅用補滿這字,來說到他作福音執事,為著教會的緣故,在肉身上補滿基督患難的缺欠( 西1:24)。自然,保羅不是說在基督完成救贖工作上的受苦難需要補滿;因為基督已完成了救贖的工作。那惡者如何逼害了基督,也必逼害基督徒;所以信徒要在日常生活為人上接受一切的患難,顯明我們是屬於主,跟從主的人。
同義字:1) (ἀνταναπληρόω)補滿 2) (γεμίζω)完全裝滿,倒滿了 3) (ἐμπιμπλάω / ἐμπίμπλημι / ἐμπιπλάω / ἐμπίπλημι)填滿 4) (κορέννυμι)填塞,飽足 5) (μεστόω)灌滿 6) (πληρόω)使其充滿,應驗 7) (συμπληρόω)完全裝滿,滿了水 8) (χορτάζω)餵飽參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 補滿(1) 西1:24