δενδρήεις
English (LSJ)
δενδρήεσσα, δενδρήεν,
A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a.
2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236.
II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): δενδράεις Bio Fr.13.1
1 arbolado, boscoso νῆσος Od.1.51, cf. D.Chr.32.38, Iul.Mis.352a, ἄλσος Od.9.200, h.Ap.76, Bio l.c., Nonn.D.14.211, ἀλωαί Theoc.25.30, δ. Γεραιστός del cabo Geresto, al sur de Eubea, A.R.3.1244, AP 9.668 (Marian.), οὔρεα SEG 32.793.8 (Italia II/III d.C.), ἄγχεα Orph.A.433, de una ciu., Nonn.D.26.296.
2 relativo a los árboles πόθος Opp.H.4.270.
3 arbóreo, parecido a un arbol o planta γράμματα δενδρήεντα ... ὑακίνθων letras parecidas a un árbol que se ven en los jacintos (probablemente que recuerdan la Y), Nonn.D.3.154, ἀχάτης δ. ágata arbórea Orph.L.236, v. δενδραχάτης.
German (Pape)
[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
rempli d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρήεις -εσσα -εν [δένδρεον] rijk aan bomen.
Russian (Dvoretsky)
δενδρήεις: ήεσσα, ῆεν
1 покрытый лесами, лесистый (νῆσος Hom.);
2 густой (ἄλσος Hom., HH; ἀλωαί Theocr.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
δενδρήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος δένδρα, πολύδενδρος («νῆσος δενδρήεσσα», Οδ.)
2. ο σχετικός με δένδρο ή δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρεον αναλογικά προς τα επίθετα σε -ήεις (πρβλ. φωνήεις)].
Greek Monotonic
δενδρήεις: -εσσα, -εν (δένδρον), δενδρώδης, δασώδης, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.
Middle Liddell
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog