ἀκάκυντος

English (LSJ)

ἀκάκυντον, = ἀκάκωτος, αἰτίας Hierocl. in CA 1p.418M., cf. 3p.424M. Adv. ἀκακύντως Id.Prov.p.462B.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dañado, ileso Hierocl.in CA 418, Procl.Phil.Chald.3.
2 adv. -ως sin daño Hierocl.Prou.462a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάκυντος: [κᾰ], ον, = τῷ ἑπομ. Ἱεροκλ. χρυσᾶ ἔπη. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἀκάκυντος, -ον (Α) κακύνω
αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί.

German (Pape)

unverletzt, neben ἀπαθής, Hierocl.

Translations