ἐξορία

Revision as of 05:16, 19 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ἐξορία;" to "Ancient Greek: ἀποδημία, ἀποξένωσις, ἀποστολή, ἀφορισμός, δημηλασία, δηπορτατίων, ἐκβολή, [[ἐκδ...)

English (LSJ)

ἡ, (sc. ζωή), ἡ, exile, Marcellin.Vit. Thuc. 47, Eust.1161.35; v. ἐξόριος.

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, das Exil, Sp. S. ἐξόριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορία: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἐξόριος.

Greek Monolingual

η (AM ἐξορία) εξόριος
1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, απέλαση
2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος
νεοελλ.
1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του και να ζει με επιτήρηση σε άλλη περιοχή μέσα στα σύνορα της πατρίδας του
2. φρ. «ζει στην εξορία του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο μέρος.

Translations

exile

Albanian: mërgim, syrgjyn, internim; Arabic: ⁧نَفْي⁩, ⁧تَبْعِيد⁩; Aramaic: ⁧גלותא⁩; Armenian: աքսոր, աքսորում; Asturian: exiliu, estierru, destierru; Azerbaijani: sürgün; Bashkir: һөргөн; Belarusian: выгнанне, засланне; Bulgarian: изгнание, заточение; Catalan: exili, bandejament, desterrament; Chinese Mandarin: 流亡, 放逐, 流放; Czech: vyhnanství, exil; Danish: eksil; Dutch: ballingschap, verbanning; Estonian: eksiil, maapagu; Finnish: maanpako, maanpakolaisuus; French: exil; Galician: exilio, desterro; Georgian: გაძევება, განდევნა; German: Exil, Verbannung; Greek: εξορία; Ancient Greek: ἀποδημία, ἀποξένωσις, ἀποστολή, ἀφορισμός, δημηλασία, δηπορτατίων, ἐκβολή, ἐκδημία, ἔκπτωσις, ἔλασις, ἐξορία, ἐξόριος; Hebrew: ⁧גָּלוּת⁩; Hindi: निर्वासन; Hungarian: száműzés, száműzetés; Icelandic: útlegð; Indonesian: pengasingan, eksil; Irish: deoraíocht; Italian: esilio; Japanese: 亡命, 追放; Kazakh: айдалу, қуғын, сүргін; Korean: 망명(亡命), 추방(追放); Kurdish Northern Kurdish: sirgûn; Kyrgyz: сүргүн; Latin: exsilium, ablegatio; Latvian: trimda, izraidījums; Lithuanian: tremtis; Macedonian: изгнанство, прогонство, егзил; Malay: buangan, eksil; Maltese: eżilju; Manx: joarreeaght, joarreeys; Maori: whakapakotanga; Norwegian Bokmål: eksil, utlendighet; Nynorsk: eksil; Occitan: exili; Old English: wræc; Persian: ⁧تبعید⁩; Polish: uchodźstwo, wygnanie, banicja, zesłanie; Portuguese: exílio, desterro; Romanian: exil, exilare; Russian: ссылка, изгнание; Serbo-Croatian Cyrillic: изгна̀нство, про̀го̄нство, ѐгзӣл, ѝзгон; Roman: izgnànstvo, prògōnstvo, ègzīl, ìzgon; Slovak: vyhnanstvo, exil; Slovene: pregnanstvo, izgnanstvo, izgon; Spanish: exilio, destierro; Swedish: exil, landsflykt; Tajik: бадарға, табъид; Tatar: сөрген; Thai: การเนรเทศ; Turkish: sürgün; Turkmen: sürgün; Ukrainian: вигнання, заслання, екзиль, екзил; Uyghur: ⁧سۈرگۈن⁩; Uzbek: surgun; Volapük: xil; Welsh: alltudiaeth