θοινάω

Revision as of 13:00, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A feast on, eat, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς dub.l. in Hes.Sc.212.
2 Pass., to be feasted upon, i.e. sacrificed, ὗς τέλεος θοινῆται IG12(1).905 (Rhodes).
II feast, entertain, φίλους E.Ion982; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (v.l. -ισε) the feast, which he gave him upon his son's flesh, Hdt.1.129.
2 more freq. in Med. and Pass., fut. -άσομαι E.El.836, Cyc.550, -ήσομαι (ἐκ-) A.Pr.1025 codd.: aor. 1 ἐθοινήθην (v. infr.): aor. 1 Med. -ησάμην Nonn. D. 5.331, AP9.244 (Apollonid.): pf. τεθοίνᾱμαι E.Cyc.377 (prob.).
a abs., to be feasted, feast, banquet, once in Hom., ἐς δ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι lead them in to feast, Od.4.36; παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι E.Alc.542: θ. καλῶς Cratin.164.
b c. acc., feast on, μῶν τεθοίναται ἑταίρους; E.Cyc.377; σὲ ὕστερον θοινάσομαι ib.550; θ. τὰ ζῷα Porph.Abst.2.2: c. acc. cogn., θ. παστήρια E.El.836: c. gen., ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένῳ Id.Cyc.248; θοινήσατο θήρης AP9.244 (Apollonid.); of an eating sore, σάρκα θοινᾶται ποδός E.Fr.792, cf. Arist.Po.1458b24:

German (Pape)

[Seite 1213] einen Schmaus geben, bewirthen; ἐν σκηναῖσιν οὗ θοινᾷ φίλον Eur. Ion 982; verzehren, δελφῖνες ἐθοίνων ἔλλοπας ἰχθῦς Hes. So. 212. S. auch θοινίζω. – Gew. pass. mit fut. med.; ohne Casus, schmausen, θοινηθῆναι Od. 4, 36; αἰσχρὸν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις Eur. Alc. 545; c. acc., πάντων σ' ἑταίρων ὕστατον θοινάσομαι Cycl. 547; τεθοίναται 377; c. gen, θοινήσατο θήρης Apollds. 15 (IX, 244). – Vgl. Lob. zu Phryn. 204.

French (Bailly abrégé)

θοινῶ :
Act. seul. prés., impf. et ao. ἐθοίνησα;
Pass. ao. ἐθοινήθην, pf. τεθοίναμαι;
manger dans un festin, se régaler de, dévorer, acc.;
Moy. θοινάομαι, θοινῶμαι (f. θοινάσομαι, ao. Pass. ἐθοινήθην ou Moy. ἐθοινησάμην, pf. τεθοίναμαι) festiner, se régaler.
Étymologie: θοίνη.

Russian (Dvoretsky)

θοινάω:
1 давать пир, угощать (φίλον Eur.);
2 med. угощаться, пировать (παρὰ φίλοις Eur.): ἐς δ᾽ αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι Hom. введи их, чтобы они приняли участие в пиршестве; θ. ἐλάφων Eur. питаться мясом оленей;
3 тж. med. поедать, пожирать (ἰχθῦς Hes.): μῶν τεθοίνᾱται σέθεν ἑταίρους Κύκλωψ; Eur. неужели Киклоп сожрал твоих спутников?

Greek (Liddell-Scott)

θοινάω: τρώγω, εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ δεῖπνον, τὸ μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ δεῖπνον εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς προτέρω ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι καλῶς Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. πευστήριος. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα ὅμως τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ μετὰ τοῦ ἅλις) αὐτόθι 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· ὡσαύτως ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13.

English (Autenrieth)

only aor. pass. inf., θοινηθῆναι, to be entertained at the feast, Od. 4.36†.

Greek Monotonic

θοινάω: μέλ. -ήσω (θοίνη),
I. τρώω, καταναλώνω, ἰχθῦς, σε Ηρόδ.
II. 1. παρευρίσκομαι σε συμπόσιο, συνδιασκεδάζω, φίλους, σε Ευρ.· τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος ἐθοίνησε το συμπόσιο, το οποίο του έδωσε, σε Ηρόδ.
2. Μέσ. και Παθ., μέλ. -ήσομαι, και -άσομαι [ᾱ]· αόρ. αʹ ἐθοινήθην και -ησάμην, παρακ. τεθοίνᾱμαι· απόλ., ευωχούμαι, συμμετέχω σε συμπόσιο, γλεντώ, σε Όμηρ., Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., γλεντώ με, σε Ευρ.· ομοίως με γεν. σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θοινάω, fut. -ήσω θοίνη
I. to feast on, eat, ἰχθῦς Hes.
II. to feast, entertain, φίλους Eur.; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος ἐθοίνησε the feast, which he gave him, Hdt.
2. Mid. and Pass., fut. ήσομαι and άσομαι [ᾱ]; aor1 ἐθοινήθην and -ησάμην; perf. τεθοίνᾱμαι;— absol. to be feasted, to feast, banquet, Hom., Od., Eur.:—c. acc. to feast on, Eur.; so c. gen., Anth.