παῦρος

Revision as of 22:02, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παῦρον (not found in fem., cf. παυράς),
A little, small, στήμων Hes. Op.538; π. ἔπος Pi.O.13.98; of time, short, Hes.Op.326; ζωῆς μέρος Emp.2.3; π. ὕπνος Pi.P.9.25 (s.v.l.); speedy, τέλος βιότοιο Q.S.7.613: neut. as adverb, for a short time, παῦρον ἀνθήσας Lyc. 1429.
2 mostly of Number, few, poet. for ὀλίγος (q.v.) in this sense, Ep., Lyr., and Trag., π. ἄνδρες Thgn.79; π. τινές Pi.O.10(11).22; π. ἀνδρῶν A.Ag.832: rare in Prose, as Thphr. HP 8.7.4; παῦρα, opp. πολλά, Il.9.333, cf. Od. 2.241: with a collect. Subst., π. λαός small in number, Il.2.675: Comp. παυρότερος 4.407, 8.56, al., Thgn. 644: neut. pl. παῦρα as adverb, seldom, Hes. Th.780, Ar.Pax 764. (Cf. Lat. paucus, Goth. fawai 'few'.)

German (Pape)

[Seite 537] klein, gering; παῦρος λαός, eine kleine Schaar, Il. 2, 675; στήμων, Hes. O. 536; γένος, Eur. Med. 1087; von der Zeit, kurz, Hes. O. 328; – gew. im plur. und von der Anzahl, wenige, Gegensatz πολύς, Il. 9, 333 Od. 2, 241; Hes. O. 480; ἔπος, ὕπνος, Pind. Ol. 13, 94 P. 9, 25; παῦροί τινες, Ol. 11, 23; Tragg.; παῦρ' ἀνιάσας, πολλ' εὐφράνας, Ar. Pax 764; selten in Prosa, wie Theophr. – Compar. παυρότεροι, Il. 15, 407 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1111; – παῦρα ist adverbial gebraucht Hes. Th 780. – Das fem. παύρα scheint gar nicht vorzukommen.

French (Bailly abrégé)

fém. inus., ον :
1 en petit nombre;
2 p. ext. petit, court;
adv. • παῦρα, rarement.
Étymologie: R. Πυσ > Παυσ- diminuer, amoindrir ; cf. παύω, lat. parvus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παῦρος -ον weinig, zelden sing. met collectivum:; π. λαός weinig krijgsvolk Il. 2.675; meestal plur. weinig(e):; π. βροτοί weinig stervelingen Il. 9.545; ook subst..; παῦροι ἀνδρῶν weinigen van de mannen Aeschl. Ag. 832; adv. acc. n. plur. παῦρα zelden. kort, klein:. παῦρον... ὕπνον slechts weinig slaap Pind. P. 9.25.

Russian (Dvoretsky)

παῦρος:
1 небольшой, маленький (στήμων Hes.);
2 короткий, непродолжительный (ὕπνος Pind.);
3 немногочисленный (λαός Hom.): παῦροι ἄνδρες Aesch. немногие; μάχεσθαι ἀνδράσι παυροτέροισι Hom. воевать с меньшим количеством людей - см. тж. παῦρα.

English (Autenrieth)

comp. παυρότερος: little, feeble; pl., few,opp. πολλοί, Il. 9.333.

English (Slater)

παῡρος (-ῳ, -ον, -οι; -α nom., acc.)
   a s., short, brief παύρῳ ἔπει θήσω φανέρ' ἀθρ (O. 13.98) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ pr. (P. 9.24)
   b pl., few ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες (O. 10.22) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) παῦροι δὲ βουλεῦσαι χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.37) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.78) ἐγὼ μ[ ]παῦρα μελιζομεν[ fr. 140b. 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(χωρίς θηλυκό
βλ. παυράς)
1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ' ἔπει θήσω φανέρ'«, Πίνδ.)
2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.)
3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.)
4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) παῦρον
για λίγο χρόνο («παῦρον ἀνθήσας», Λυκόφρ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) παῦρα
λίγες φορές, σπάνια
6. (με περιληπτ. όνομα) μικρός κατά τον αριθμό («παῦρος λαός» — λίγος, μερικός κόσμος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παῦρος ανάγεται σε θ. παυ- / pau- (πρβλ. λατ. paucus «λίγος», pauper «φτωχός») με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α- (βλ. λ. παις). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. parvus «μικρός» (για την εναλλαγή στο σύμπλεγμα -rv-, πρβλ. νεῦρον: λατ. nervus)].

Greek Monotonic

παῦρος: -ον (παύω),·
1. λίγος, μικρός, λέγεται για χρόνο, σύντομος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
2. λέγεται για αριθμούς, λίγοι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· συγκρ. παυρότερος, λιγότερος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. πληθ. παῦρα, ως επίρρ., λίγες φορές, σπάνια, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παῦρος: ον (τοῦ θηλ. οὐδὲν παράδειγμα ἀπαντᾷ πρβλ. παυράς), μικρός, ὀλίγος, ὀλιγοστός, στήμων Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· π. ἔπος Πινδ. Ο. 13. 138· ― ἐπὶ χρόνου, βραχύς, σύντομος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 324· οὕτω, π. ὕπνος Πινδ. Π. 9. 43· οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, ἐπ’ ὀλίγον, παῦρον ἀνθήσας Λυκόφρ. 1429. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγος, ὀλίγοι, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. ποιητ., παῦροί τινες Πινδ. Ο. 11. 26· σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, οἷον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4· ― μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., π. λαός, ὀλίγοι ἄνθρωποι, Ἰλ. Β. 675· ἀντίθετ. τῷ πολύς, Ι. 333, Ὀδ. Β. 241· ― τὸ συγκρ. παυρότερος, ὀλιγώτερος οὐχὶ σπάν. παρ’ Ὁμ., ὡς παυρότερον λαὸν ἀγαγόνθ’ ὑπὸ τεῖχος Ἄρειον Ἰλ. Δ. 407· ― οὐδ. πληθ. παῦρα ὡς Ἐπίρρ. ὀλιγάκις, σπανίως, Ἡσ. Θ. 780, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 764· πρβλ. παυρίδιος: ― ἀμφότερα εἶναι τύποι ποιητικοί, ἡ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις λέξις εἶναι τὸ ὀλίγος. (Πρβλ. τὸ Λατ. parvus, paulus, paucus· ― ἴδε ἐν λ. παύω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: small, little, pl. few (Il.).
Other forms: f. παυράς (Nic.).
Derivatives: Adv. παυράκις ὀλιγάκις H.; besides παυρακίς την πέμπτην Σαμοθρᾳ̃κες καλοῦσιν H. Dimin. παυρ-ίδιος (Hes. Op. 133); s. Fraenkel Nom. ag. 2, 181 n. 1, Chantraine Form. 39.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [842] *peh₂u-ro-?
Etymology: With Lat. parvus small identical (cf. νεῦρον: nervus). Beside it with diff. suffixe Lat. pau-cus few, paul(l)us small, few (basis unclear). Without suffix Att. παῦ-ς = παῖς (s.v.).

Middle Liddell

παῦρος, ον, παύω
1. little, small, of time, short, Hes., Pind.
2. of number, few, Hom., Hes., etc.: comp. παυρότερος, fewer, Il.;—neut. pl. παῦρα as adv. few times, seldom, Hes., Ar.

Frisk Etymology German

παῦρος: {paũros}
Forms: f. παυράς (Nik.);
Meaning: klein, gering, pl. wenige (vorw. ep. poet. seit Il.);
Derivative: Adv. παυράκις· ὀλιγάκις H.; daneben παυρακίς· τὴν πέμπτην Σαμοθρᾷκες καλοῦσιν H. Dentin. παυρίδιος (Hes. Op. 133); s. Fraenkel Nom. ag. 2, 181 A. 1, Chantraine Form. 39.
Etymology: Mit lat. parvus klein uridentisch (vgl. νεῦρον: nervus). Daneben mit anderen Suffixen lat. pau-cus wenig, paul(l)us klein, wenig (Grundform unklar). Ohne Suffix att. παῦς = παῖς (s.d.).
Page 2,482-483

English (Woodhouse)

few, small

Mantoulidis Etymological

(=μικρός, λιγοστός). Εἶναι συγγενικό μέ τό παῖς. (Λατιν. parvus, paulus, paucus). Ἀκόμη εἶναι συγγενικό μέ τό παύω.