βαφή
English (LSJ)
ἡ,
A dipping of red-hot iron in water, S.Aj. 651: hence, temper or edge of a blade or tool produced thereby, τὴν β. ἀφιᾶσιν ὥσπερ ὁ σίδηρος εἰρήνην ἄγοντες Arist.Pol.1334a8, cf. Plu.Alex. 32, Pyrrh.24; τὰ σιδήρια τὴν β. ἀνίησι lose their edge, Thphr.HP5.3.3, cf. CP1.22.6; χαλκοῦ βαφαί prob. poet. for σιδήρου β. in A.Ag.612 (v. Sch. ad loc., but cf. βάψις): metaph., temper, τῆς ἀνδρείας οἷον β. τις ὁ θυμός ἐστι καὶ στόμωμα Plu.2.988d; of wine, ib.650b. II dye, Thphr.HP4.6.5; πορφυρᾶ β. A.Pers.317 (metaph. of blood), cf. Pl.R. 430a; κρόκου βαφάς the saffron-dyed robe, A.Ag.239 (lyr.); βαφαὶ ὕδρας the arrows dipped in the hydra's blood, E.HF1188 (lyr.); χειλέων β. Philostr.Ep.22: metaph., β. τυραννίδος Plu.2.779c. III enamelling, χαλκοῦ . . βαφῇ κυάνου στίλβοντος ib.395b. 2 gilding, silvering, αἱ δύο β. Zos.Alch.p.168B., cf. p.208B. IV infection, Aret.CD2.13.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, das Eintauchen, a) in Farbe, Färbung, Aesch. Pers. 309; plur., Ag. 230 u. öfter; Plat. Rep. IV, 430 a u. Folgde; die Farbe, Luc. D. Mort. 18, 2. – b) des glühenden Eisens in kaltes Wasser, um es zu härten, die Stählung, χαλκοῦ Aesch. Ag. 598; Soph. Ai. 637 u. Sp., wie Plut. Alex. 31; καὶ στόμωμα Gryll. 4 E. Uebertr., Kraft des Weines, Plut. Symp. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰφή: ἡ, (βάπτω) ἡ καταβύθισις πεπυρακτωμένου σιδήρου εἰς τὸ ὕδωρ, ἡ σκλήρυνσις ἡ οὕτως ἐπιτυγχανομένη, τὴν βαφὴν ἀφιᾶσιν ὥσπερ σίδηρος, εἰρήνην ἄγοντες Ἀριστ. Πολ. 7. 14, κτλ.· - μεταφ. ἐπὶ τοῦ οἴνου, Πλούτ. 2. 650Β. ΙΙ. ἡ καταβύθισις εἰς βαφήν, τὸ βάψιμον, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 5· ὡσαύτως καὶ αὐτὸ τὸ χρῶμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 317, Πλάτ., κτλ.· κρόκου βαφάς, ἐσθὴς βυθισθεῖσα εἰς βαφὴν κρόκου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 239· βαφαὶ ὕδρας, ἡ ἐσθὴς ἡ βυθισθεῖσα εἰς τὸ αἷμα τῆς ὕδρας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1188· μεταφ., β. τυραννίδος Πλούτ. 2. 779C. ΙΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 612 τὸ χαλκοῦ βαφαὶ ἐκλαμβάνει ὁ Blomf. καὶ ἕτεροι ὡς σημαῖνον τὴν τέχνην τοῦ χρωματίζειν χαλκόν, ὡς παροιμιακὴν ἔκφρασιν, δηλ. ἐπί τινος ἀγνώστου ἢ ἀδυνάτου (βάψις χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀναφέρεται ὑπὸ Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Ζ, 169· καί, φάρμαξις τῶν πάλαι τεχνιτῶν περὶ τὸν χαλκὸν ὑπὸ τοῦ Πλουτ. 395Β)· ἀλλὰ κατὰ τὸν Herm., χαλκοῦ βαφαί, εἶναι ἁπλῶς ἡ βύθισις ξίφους εἰς τὸ αἷμα, ἤτοι ὁ φόνος (πρβλ. βάπτω Ι. 1)· διότι (ὡς αὐτὸς παρατηρεῖ) ἡ πράγματι μὲν μοιχαλίς, διανοίᾳ δὲ δολοφόνος, φυσικῶς ἤθελεν ἀποκηρύττει ταῦτα ἀκριβῶς τὰ ἐγκλήματα. IV. ἐν Σοφ. Αἴ. 651 ὡσαύτως, βαφῇ σίδηρος ὣς ἐθηλύνθην στόμα, ἡ λεξις παρέχει δυσκολίαν, ἐπειδὴ ὁ σίδηρος σκληρύνεται διὰ τῆς βαφῆς, ἀλλὰ δὲν θηλύνεται, δὲν μαλακύνεται· ἴσως ἐν τῷ χωρίῳ πρέπει ἡ λέξις νὰ νοηθῇ ἐπὶ καθολικωτέρας τινὸς σημασίας, ἔγεινα ἐν λόγοις ἥμερος καὶ μαλακός, ὡς ὁ σίδηρος μαλακύνεται διὰ τῆς τέχνης τοῦ σιδηρουργοῦ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 411Α· ἕτεροι λέγουσιν ὅτι ἡ εἰς ἔλαιον ἢ ἄλλας λιπαρὰς οὐσίας ἐμβύθισις μαλακύνει τὸν σίδηρον, ἄλλοι ὀρθότερον συνάπτουσι τὸ βαφῇ σίδηρος ὣς μετὰ τοῦ ἐκαρτέρουν.