ἐπίσημος
English (LSJ)
Dor.ἐπί-σᾱμος, ον, (σῆμἀ
A serving to distinguish, τοῖς δ' ὄνομ' ἄνθρωποι κατέθεντ' ἐ. ἑκάστῳ Parm.19.3. II. having a mark, inscription or device on it, esp. of money, stamped, coined, χρυσὸς ἐ., opp. ἄσημος, Hdt.9.41; ἀργύριον Th.2.13; χρυσίον X.Cyr.4.5.40, cf.IG12.301, al.; so ἀναθήματα οὐκ ἐ. offerings with no inscription on them, Hdt.1.51; ἀσπίδες ἐ., opp. λεῖαι, IG12.280, cf. Men.526. 2. of epileptic patients, bearing the marks of the disease, Hp.Morb.Sacr.8; of cattle, spotted or striped, LXX Ge.30.42. 3. notable, remarkable, μνῆμ' ἐ. a speaking remembrance, S.Ant.1258(anap.); ξυμφοραί E.Or.543; εὐνή, λέχος, Id.HF68, Or.21; τύχη Id.Med.544; χαρακτήρ Id.Hec.379; τάφος ἐπισημότατος Th.2.43; τιμωρία Lycurg.129; τόποι IG12(3).326.42 (Thera, Sup.); of garments, fine, SIG695.39 (Magn. Mae., ii B.C.); and of persons, ἐ. σοφίην notable for wisdom, Hdt.2.20; ἐ. ἐν βροτοῖς E.Hipp.103; ἐ. ξένοι Ar.Fr.543: in bad sense, conspicuous, notorious, ἐς τὸν ψόγον E.Or.249; δέσμιος ἐ. Ev.Matt.27.16; διὰ δημοκοπίαν Plu.Fab.14; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ Luc.Rh.Pr.25. 4. significant, οὐκ ἐ. Artem.1.59, 3.32. III. Adv. -μως Plb.6.39.9, Sm.Ps.73(74).4, J.BJ6.1.8: Comp. -ότερον Gal.9.762; -οτέρως Artem.2.9: Sup. -ότατα Luc.Hist.Conscr.43.
German (Pape)
[Seite 977] mit einem Zeichen versehen, geprägt, χρυσός Her. 9, 41; ἀργύριον Thuc. 2, 13; χρυσίον Xen. Cyr. 4, 5, 40; ἀναθήματα, mit einer Inschrift versehen, Her. 1, 51; ἀσπίδες Inscr. 139. – Dah. kenntlich, berühmt, ausgezeichnet, μνῆμ' ἐπίσημον Soph. Ant. 1243; ἐν βροτοῖς Eur. Hipp. 103; ξυμφοραί Or. 543 u. öfter; ἐπίσημοι σοφίην, in Hinsicht der Weisheit, Her. 2, 20; τάφος ἐπισημότατος Thuc. 2, 43; oft bei Sp., wie Luc.; καὶ περιβόητος Herod. 1; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ rhet. praec. 25; ἐν τοῖς ἐπαινοῦσι Merced. cond. 28; seltener tadelnd, ἐς τὸν ψόγον Eur. Or. 249; Plut. Fab. 14; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ Luc. rh. praec. 25. – Adv., Pol. 6, 39, 6, auf ausgezeichnete Weise; ἐπισημοτέρως, Artem. 2, 9. – Subst. τὸ ἐπίσημον, das Kennzeichen an oder auf Etwas, z. B. νηός, am Schiffsvordertheile, Her. 8, 88; Plut. Them. 8; die Flagge, D. Sic.; auf Schildern das Wahrzeichen, Wappen, Aesch. Spt. 641; Her. 9, 74; auf Münzen, das Gepräge, Plut. Thes. 6; Paus. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσημος: -ον, (σῆμα) ἔχων σημεῖον, φέρων ἐπιγραφὴν ἢ σχέδιόν τι ἢ παράστασιν, ἰδίως ἐπὶ νομίσματος, κεκομμένος, κεχαραγμένος, χρυσὸς ἐπίσημος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄσημος, Ἡρόδ. 9. 41· ἀργύριον Θουκ. 2. 13· χρυσίον Ξεν. Κύρ. 4. 5, 40, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 145. 56., 146. 11· οὕτως, ἀναθήματα οὐκ ἐπ., ἀφιερώματα ἄνευ ἐπιγραφῆς τινος, Ἡρόδ. 1. 51· ἀσπίδες ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ λεῖαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 13 καὶ 28, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ψοφοδεεῖ» 1: - ἐπὶ ἐπιληπτικῶν, φέρων τὰ σημεῖα τῆς νόσου, Ἱππ. 306. 12: - ἐπὶ προβάτων, τὸ φέρον σημεῖόν τι, ἐγένετο δὲ τὰ μὲν ἄσημα τοῦ Λάβαν, τὰ δὲ ἐπίσημα τοῦ Ἰακὼβ Ἑβδ. (Γεν. Α΄, 42). 2) ἀξιοσημείωτος, ἄξιος μνήμης, περιφανής, Λατ. insignis, μνῆμα ἐπίσημον, μνημεῖον μετὰ περιφανῶν τεκμηρίων, περὶ τοῦ αἱμοφύρτου πτώματος τοῦ Αἵμονος, ὅπες ἔκειτο ὡς φανερὸν μνημεῖον τοῦ ἀνηκέστου σφάλματος τοῦ Κρέοντος, Σοφ. Ἀντ. 1258· ξυμφοραὶ Εὐρ. Ὀρ. 543· εὐνή, λέχος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 68, Ὀρ. 21· τύχη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 544· χαρακτὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 379· τάφος ἐπισημότατος Θουκ. 2. 43· τιμωρία Λυκοῦργ. 166. 10: - καὶ ἐπὶ προσ., ἐπ. σοφίην, ἐπιφανὴς ἐπὶ σοφίᾳ, Ἡρόδ. 2. 20· ἐπ. ἐν βροτοῖς Εὐρ. Ἱππ. 103· ἐπ. ξένοι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, γνωστός, ἐς τὸν ψόγον Εὐρ. Ὀρ. 249· διὰ δημοκοπίαν Πλουτ. Φάβ. 14· τῇ μοχθηρίᾳ Λουκ. Ρητόρων Διδάσκ. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 6. 39, 9· συγκρ. -οτέρως, Ἀρτεμ. 2. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. marqué d’un signe, d’une empreinte ou d’une inscription ; τὸ ἐπίσημον marque distinctive, càd :
1 emblème ou inscription sur l’avant d’un navire;
2 ciselure d’un emblème (serpent, mouche, etc.) sur un bouclier (épisème);
3 empreinte d’une monnaie;
II. qui se fait remarquer, qui se distingue, remarquable;
Cp. ἐπισημότερος, Sp. ἐπισημότατος.
Étymologie: ἐπί, σῆμα.