κίων

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[ῑ], ονος, Hom. (not in Il.), mostly

   A ἡ; ὁ Od.8.66, 473, 19.38, cf. Eumel.11, Ar.V.105, Hdt.4.184, etc.; ἡ Id.1.92, Pi.P.1.19, IG9(2).258.12 (Cierium, ii B.C.), al.:—pillar, freq. in Od. of roof-pillars, 19.38, al., cf. h.Ap.8; οἱ κ. οἱ ἐν τῷ Λυκείῳ Pl.Euthd.303b, cf. SIG969.10 (Piraeus, iv B.C.), al.; used as a flogging-post, S.Aj.108, Aeschin. 1.59: prov., ἔσθι' ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας eat the pillars of his hall, for, being a spendthrift, he had nothing else left to give, Ar.Nu. 815.    2 of natural objects, [Ἄτλας] ἔχει . . κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι Od.1.53; [Ἄτλας] ἕστηκε κίον' (dual) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς . . ἐρείδων A.Pr.351; ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ (of Mount Atlas) Hdt.4.184; κίων οὐρανία, of Aetna, Pi.P.1.19; for the Pillars of Hercules, v. Ἡράκλειος 1.    II columnar gravestone, AP7.163 (Leon.): distd.from στήλη, And.1.38; κ. τετράπλευρος an obelisk, Epigr.Gr.1061 (Constantinople); any column bearing an inscription, ἀγγράψαι ἐγ κίονα λιθίναν IGl.c. (cf. p.xii); ἔσται ἡ στήλη ἐπὶ τοῦ κείονος ib.22.1368.29 (ii A.D.).    III uvula, κ. ἀνεσπασμένος Hp. Epid.1.26.έ, cf. Arist.HA493a3.    IV division of the nostrils, cartilage of the nose, Ruf.Onom.37, Poll.2.79, 80.    V kind of meteor, Placit.3.2.5.    VI kind of wart, Hp.Nat.Mul.65, Mul.2.212 (where κιών, oxyt.). (Cf. Arm. siun 'pillar'.)

German (Pape)

[Seite 1444] ονος, bei Hom. gew. fem. (als ion. bezeichnet E. M. 514 f), aber auch masc., πρὸς κίονα μακοὸν ἐρείσας Od. 8, 66. 473, wie κίονες ὑψόσ' ἔχοντες 19, 38; auch bei den folgenden Dichtern häufig fem., doch herrscht das masc. in att. Prosa vor, Lys. frg. 121 Aesch. 1, 59 Plat. Euthyd. 303 b; Arist. Eth. 10, 4, 2; Plut.; – die Säule, der Pfeiler; bei Hom. bes. die Säulen, welche das Gebälk der Decke des großen Speisesaales tragen, Od. 19, 38, an denen die Speerbehälter sind, 1, 127. 17, 29; Od. 22, 466 ein Pfeiler im Hofe, von dem aus ein Tau nach der θόλος gezogen wird; Od. 1, 53 die Säulen, welche Erde u. Himmel aus einander halten, die Atlas hütet; vgl. Hes. Th. 729; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων Aesch. Prom. 349; Her. 4, 184; οὐρανία Pind. P. 1, 19; Ἡρακλέος κίονες N. 3, 20, gewöhnlicher στῆλαι genannt; χρυσέας κίονας ὑποστήσαντες προθύρῳ Ol. 6, 2; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης Soph. Ai. 108; λαΐνοις κίοσιν οἴκων Eur. Herc. Fur. 1038; τῶν κιόνων αἱ πολλαί Her. 1, 92; Plat. Euthyd. 303 b u. A.; ein Unterschied zwischen κίων u. στήλη scheint Andoc. 1, 38 zu sein: καθέζεσθαι μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς στήλης, ἐφ' ᾗ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς. Doch auch = στήλη, der Leichenstein, Paus. 2, 7, 3; ὑπὸ κίονα κεῖσαι Leon. Tar. 71 (VII, 163). – Bei den Aerzten das geschwollene Zäpfchen im Munde, Arist. H. A. 1, 11 (vgl. κιονίς); auch die Scheidewand zwischen den Nasenlöchern, Poll. 2, 79. 80. – Bei Plut. placit. phil. 3, 2, neben δοκίς, πωγωνία u. ä., eine Lufterscheinung.

Greek (Liddell-Scott)

κίων: ῑ, ονος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ἐν χρήσει) κατὰ τὸ πλεῖστον θηλ.· ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Θ. 66, 473., Τ. 38· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ. (ὡς Ἀριστοφ. Σφ. 105, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 108)· ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. ὡς ἀρσ. γένους, 4. 184· ἀλλ’ ὡς θηλ. 1. 92, οὕτω δὲ καὶ παρὰ Πινδ. Κίων, στῦλος, λατ. columna, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν ὑποστηριζόντων τὴν στέγην μεγάλης αἰθούσης κιόνων, Ὀδ. Τ. 38· πολλάκις ἄνθρωποι στηρίζουσι τὸ σῶμά των ἐπ’ αὐτῶν, ὡς ἐν Ζ. 307., Θ. 66., Ψ. 90· ὡσαύτως στηρίζουσι τὰ δόρατά των ἢ κρεμῶσι τὰ τόξα των ἐξ αὐτῶν, ὡς ἐν Α. 127., Ρ. 29, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 8· βραδύτερον ἐχρησίμευε καὶ ὅπως προσδένωσιν εἰς αὐτὸν τὸν μαστιγούμενον, Σοφ. Αἴ. 108 (ἔνθα ἴδε Λοβέκ.), Αἰσχίν. 9. 1· παροιμ. ἔσθιε... τοὺς Μεγακλέους κίονας, διότι ἐκεῖνος ἐκ κενοδοξίας τοσαῦτα ἐδαπάνησεν εἰς τοιαῦτα, ὥστε οὐδὲν κατελείφθη αὐτῷ, εἰ μὴ οἱ κίονες τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 815. 2) ἐν Ὀδ. Α. 53, ἐπὶ τῶν κιόνων οἵτινες κρατοῦσι χωριστὰ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οὓς ἐφύλαττεν ὁ Ἄτλας· ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 349 παριστᾷ τὸν Ἄτλαντα πρὸς τοὺς δυτικοὺς τόπους ἱστάμενον καὶ ἐν ὤμοις βαστάζοντα τοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κίονας, ὅς... ἕστηκε κίον’ (δυϊκὸν) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, καὶ ὁ Ἡρόδ. 4. 184, ἀποδίδει τὸ ὄνομα κίων εἰς τὸ ὄρος Ἄτλαντα· ― οὕτως ἡ Αἴτνη καλεῖται κίων οὐρανία παρὰ Πινδ. Π. 1. 34· ― περὶ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἴδε ἐν λέξ. Ἡράκλειος. ΙΙ. ἐπιτύμβιος κίων, Ἀνθ. Π. 7. 163· ῥητῶς διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ στήλη παρ’ Ἀνδοκ. 6. 15, πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 395· κ. τετράπλευρος = ὀβελίσκος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1061. ΙΙΙ. ἡ σταφυλή, λατ. columella, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 979, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, κτλ.· πρβλ. κιονίς. IV. τὸ διάφραγμα τῶν μυκτήρων, ἢ τὸ ὑπὲρ τὸ διάγραμμα προέχον σαρκῶδες, ὡς ἐπὶ τὸ χεῖλος φέρον, Πολυδ. Βϳ, 79, 80. V. εἶδος μετεώρου, Ἡρακλείδ. παρὰ Πλουτ. 2. 893Β. VI. εἶδος σαρκώδους ἐκφύματος, Ἱππ. 581. 53., 675. 2 (ἔνθα φέρεται κιών, ὀξυτόνως).

French (Bailly abrégé)

1ονος (ὁ, ion. et poét. ἡ)
I. colonne :
1 colonne pour supporter un édifice;
2 colonne funéraire;
II. p. anal. météore céleste.
Étymologie: DELG arm. siwn « colonne » ; les deux mots pê empruntés, mais on ne sait à quoi.
2part. prés. de κίω.

English (Autenrieth)

ονος: pillar, very often of those that support the beams of a house. (See plate III. at end of vol., F and G.)