ἀφικνέομαι
English (LSJ)
Ion. ἀπ- Hdt.2.28, al.: impf.
A ἀφικνεῖτο Th.3.33: fut. ἀφίξομαι Il.18.270, etc., Ion. 2sg. ἀπίξεαι Hdt.2.29, 3sg. ἀπίξεται Theoc.29.13: pf. ἀφῖγμαι Od.6.297, Att. 2sg. ἀφῖξαι A.Pr.305, 3sg. ἀφῖκται S.OC794: plpf. ἀφῖκτο ib.1590, Ion. 3pl. ἀπίκατο Hdt.8.6: aor. ἀφῑκόμην Il.18.395, etc.; inf. ἀφικέσθαι; Dor. imper. ἀφίκευσο Theoc.11.42: aor. 1 part. ἀφιξάμενος Epigr.Gr.981.9 (Philae):—arrive at, come to, reach: Constr., in Hom., Pi., and Trag. mostly c. acc. loci, Il.13.645, Pi.P.5.29, A.Pers.15, etc.; ὅνδε δόμονδε Hes.Sc.38: in Hom. also c. acc. pers., μνηστῆρας ἀ. came up to them, Od.1.332, cf. 11.122, etc.; ὅτε μ' ἄλγος ἀφίκετο came to me, Il.18.395; similarly, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε come up to this throw ! Od.8.202; freq. also with Preps., ἀ. ἐς . . Il.24.431, Od.4.255, etc.; less freq. ἐπί . . Il.10.281, 22.208; still more rarely κατά... ποτί... 13.329, Od.6.297; ἀ. πρὸς τέλος γόων S.OC1622; ἐπὶ τῶν νήσων X.HG5.1.2; ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀ. Id.Smp.4.37; θανάτου τοῦτ' ἐγγυτάτω τοὔπος ἀφῖκται S.Ant.934; παρά τινος ἀ. Id.OT935, etc.: abs., arrive, ὁπποίης ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο Od.1.171; ὅταν ἀ. ὥρη Thgn.723; σῖτος ἀφικνούμενος D.20.31; ὁ ἀφικνούμενος the stranger, newcomer, IG12.118.11:—Phrases: 1 ἀ. ἐπὶ or εἰς πάντα, to try every means, S.OT265, E.Hipp.284; ἀ. ἐς πᾶσαν βάσανον Hdt.8.110; ἐς διάπειράν τινος ἀ. Id.2.28, 77; ἐπὶ τὸ τέμνειν μῦς ἀ. Gal.2.230. 2 come into a certain condition, ἀ. ἐς πᾶν κακοῦ Hdt.7.118; ἐς ἀπορίην πολλήν Id.1.79; ἐς τοσοῦτο τύχης, ἐς τοῦτο δυστυχίας, come into such a... ib.124, Th.7.86; ἐς ὀλίγον ἀ. νικηθῆναι come within little of being conquered, Id 4.129; εἰς τὸ ἴσον ἀ. τινί attain equality with... X.Cyr.1.4.5; εἰς ὀργήν Men.Pk. 44; ellipt., ἐς ἄνδρ' ἀφίκου reachedst man's estate, E.Ion322. 3 of intercourse with others, ἀ. τινὶ ἐς λόγους hold converse with one, Hdt.2.28; ἐς ἔχθεα, ἐς ἔριν ἀ. τινί, Id.3.82, E.IA319; διὰ μάχης, δι' ἔχθρας ἀ. τινί, Hdt.1.169, E.Hipp.1164; διὰ λόγων ἐμαυτῇ Id.Med. 872. b less freq. c. dat. pers., ἀ. τινί come at his call, Pi.O.9.67, Hdt.5.24, Th.4.85. 4 εἰς τόξευμα ἀ. come within shot, X.Cyr. 1.4.23, etc. 5 of things, ἐς ὀξὺ ἀ. dub. l. for ἀπηγμένα, -μένας in Hdt.2.28, 7.64; ὁ λόγος εἰς ταὐτὸν ἀ. Arist.EN1097a24, cf. 1167a12, al. II the sense of return is sts. implied in the context, but is not inherent in the word, as Od.10.420, Pi.P.8.54, E.El.6, Pl. Chrm.153a.
German (Pape)
[Seite 411] (s. ἱκνέομαι), hingelangen, hinkommen, zu einer Person, nach einem Orte. Bei Hom. gew., auch einzeln bei andern Dichtern mit dem bloßen acc., ἄστυ Aesch. Pers. 15; δόμους Pind. P. 5, 29; bei Hom. das in Prosa gew. πρός τι Od. 6, 297; ἐπί u. εἴς τι, Il. 10, 281. 24, 431 Od. 4, 255. 9, 216; κατά τι, Il. 13, 329; ἐπί τινος, an einem Orte anlangen, Xen. Hell. 5, 1, 2; παρά τινα, 1, 1, 6; Plat. Prot. 318 b; zurückkehren, Charm. 153 a u. sonst; übertr., ἄλγος ἀφίκετό με, traf mich, Il. 18, 395. Als einzelne Verbindungen merke man: διὰ μάχης ἀπικέατο Ἁρπάγῳ, lieferten ihm eine Schlacht, Her. 1, 169; εἰς λόγους τινί, mit Einem in ein Gespräch gerathen, 2, 28 u. A.; διὰ λόγων Eur. Med. 872; εἰς ἔχθος ἀφ. τινι, mit Einem in Feindschaft gerathen, 3, 82, vgl. δι' ἔχθρας Eur. Hipp. 1164; εἰς διάπειράν τινος, von etwas Erfahrung haben, 2, 77; ἐς πᾶν κακοῦ, ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, in die höchste Gefahr, Noth kommen, sich jeder Gefahr unterziehen, 7, 118. 8, 52; εἰς τοσοῦτον τύχης, zu einem so großen Glücke, 1, 124; εἰς τοῦτο δυστυχίας Thuc. 7, 86; ἐς ἀνάγκην Thuc. 4, 10; ἐς χρείαν τοῦ μάχεσθαι Plat. Legg. III, 697 d; εἰς πᾶν, ἐπὶ πάντα ἀφ., alles versuchen, Eur. Hipp. 284; Soph. O. R. 265; – εἰς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ στράτευμα νικηθῆναι Thuc. 4, 129, das ganze Heer wäre beinah besiegt worden. – Auch von leblosen Dingen, doch seltener, σῖτος ἀφικνούμενος, wie wir: ankommendes, eingeführtes Getreide, Dem. 20, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφικνέομαι: Ἰων. ἀπικνέομαι, Ἡρόδ., Ἀττ.: παρατατ. ἀφικνεῖτο Θουκ. 3. 33: μέλλ. ἀφίξομαι Ἰλ. Σ. 270, Ἀττ., Ἰων. β΄ ἑνικ. ἀπίξεαι Ἡρόδ. 2. 29: πρκμ. ἀφῖγμαι Ὀδ. Ζ. 297, Ἀττ. ἀφῖξαι Αἰσχύλ. Πρ. 303, Σοφ., ἀφῖκται ὁ αὐτ. Ο Κ. 794, Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. ἀπίκατο Ἡρόδ. 8. 6. : ἀόρ. ἀφῑκόμην Ἰλ. Σ. 395, Ἀττ, Ἰων. γ΄ πληθ. ἀπικέατο Ἡρόδ. 1. 169 (ὁπόθεν ἐπήγασε παρὰ Βυζ. ὁ παράδοξος τύπος τοῦ ἐνεστῶτος ἀφίκομαι), ἀπαρέμφ. ἀφικέσθαι ἀόριστος τις α΄ ἀφιξάμενος ἀπαντᾷ ἐν Ἐπίγραμμ. Ἐλλ. 981. 9: Ἀποθ.. ῎Ερχομαι, φθάνω εἰς τόπον τινά: - Σύνταξις, παρ’ Ὁμ., Πινδ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 645 ἀφίκετο πατρίδα γαῖαν, ἐν Πινδ. Π. 5. 37 ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων· ἀφ. ὅνδε δόμονδε Ἡσ. Ἀσπ. 38· συχνάκις ὡσάυτως, ἀφ. ἐς... Ἰλ. Ω. 431, Ὀδ. Δ. 255, κτλ.· σπανιώτερον ἐπί.., Ἰλ. Κ. 281., Χ. 208· καὶ ἔτι σπανιώτερον κατά..., πρὸς..., Ν. 329, Ὀδ Ζ. 297· ἀπολ., φθάνω ὁπποίης ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο; Α. 171· ὅταν ἀφ. ὥρη Θέογν. 723· καὶ μετὰ τοῦ τόπου ἢ τοῦ προσώπου παρ’ οὖ, παρὰ τίνος ἀφ. Σοφ. Ο. Τ. 935, κτλ.· ὁ Ὅμ. ὡσαύτως θέτει τὸ πρόσωπον πρὸς ὃ ἀφίκετό τις κατ’ αἰτ., μνηστῆρας ἀφ., ἦλθεν εἰς αὐτούς, Ὀδ. Α. 332, πρβλ. Λ. 122, κτλ· ὃτε μ’ ἄλγος ἀφίκετο Ἰλ. Σ. 395· οὕτω, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, φθάσατε τώρα τοῦτο τὸ ῥίψιμον (τοῦ δίσκου), Ὀδ. Θ. 202: - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ πρόθ. εἰς ἢ ἐπὶ (ἢ ἐπὶ προσώπων πρὸς, παρὰ, ὡς) σπανίως παραλείπονται· ὡσαύτως, ἀφ. πρὸς τέλος γόων Σοφ. Ο. Κ. 1621· ἐπὶ τινος, εἰς τόπον τινὰ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2, κτλ.· ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀφ. ὁ αὐτ. Συμπ. 4, 37· θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτου τοὖπος ἀφῖκται Σοφ. Ἀντ. 934. Φράσεις: 1) ἀφ. ἐπὶ ἢ εἰς πάντα, δοκιμάζω πᾶν μέσον, Σοφ Ο. Τ. 265, Εὐρ. Ἰππ. 284· ἀπ. ἐς πᾶσαν βάσανον Ἡρόδ. 8. 110· ἐς διάπειράν τινος ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 2. 28, 77. 2) φθάνω, καταντῶ εἴς τινα κατάστασιν, ἀπ. ἐς πᾶν κακὸν ἢ κακοῦ Ἡρόδ. 7. 118· ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι ὁ αὐτ. 8. 52· ἐς ἀπορίην ὁ αὐτ. 1. 79· οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ, δὲν θὰ ἠξιοῦσο τοιαύτης τύχης, αὐτόθι 124· ἐς τοῦτο δυστυχίας ἀφικέσθαι, νὰ φθάση εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς δυστυχίας, Θουκ. 7. 86· ἐς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ στράτευμα... νικηθῆναι, παρ’ ὀλίγον νὰ νικηθῆ ὅλον τὸ στράτευμα, ὁ αὐτ. 4. 129· εἰς τὸ ἵσον ἀφ. τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5· ἐλλειπτ., εἰς ἄνδρ’ ἀφίκου, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Εὐρ. Ἴων 322. 3) ἐπὶ σχέσεως μετ’ ἄλλων καὶ κοινωνίας, ἀπ. τινὶ ἐς λόγους, συνομιλεῖν, Ἡρόδ. 2. 28· οὕτως, ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφ. τινι ὁ αὐτ. 3. 82, Εὐρ. Ι. Α. 319· διὰ μάχης, δι’ ἔχθρας ἀπ. τινί, ἔρχεσθαι εἰς μάχην ἢ εἰς ἔχθραν πρός τινα (πρβλ. τὴν πρόθ. διὰ Α. IV), Ἡρόδ. 1. 169, Εὐρ. Ἱππ. 1161· διὰ λόγων τινὶ ὁ αὐτ. Μήδ. 872· ὁπόθεν ἴσως προέρχεται ἡ σπανία φράσις ἀφ. τινι, ἔρχεσθαι πρός τινα, Πίνδ. Ο. 9. 101, Ἡρόδ. 5. 24, Θουκ. 4. 85. 4) ἐς τόξευμα ἀφ., φθάνω εἰς ἀπόστασιν τοξεύματος, Ξεν. Κύρ. Ι. 4, 23, κτλ. 5) ἐπὶ πραγμάτων, ές ὀξὺ ἀπ. (ἀλλ’ ἴδε ἀπάγω 1. 1), Ἡρόδ. 2. 28., 7. 64· ὁ λόγος εἰς ταὐτὸν ἀφ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 2, πρβλ. 9. 5, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. συχνάκις ἑρμηνεύεται, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ὡς ἐν Ὀδ. Κ. 420, Πινδ. Π. 8. 75, Εὐρ. Ἠλ. 6, Πλάτ. Χαρμ. 153Α· ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη ὐπάρχει ἁπλῶς ἐν τοῖς συμφραζομένοις καὶ οὐδέποτε ἐν αὐτῇ τῇ λέξει. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 451, κἑξ.)
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. ἀφικνούμην, f. ἀφίξομαι, ao.2 ἀφικόμην, pf. ἀφῖγμαι, pqp. ἀφίγμην;
I. arriver, d’où
1 arriver, parvenir ; venir, acc. : κλισίην, νῆας à la tente, aux vaisseaux ; μνηστῆρας OD arriver parmi les prétendants ; rar. avec εἰς, ἐπί, ποτί, κατά, ὑπό ; ἀφ. παρά τινος SOPH arriver d’auprès de qqn ; ἀφ. τινι ἐς λόγους HDT entrer en conversation avec qqn ; διὰ λόγων ἑαυτῷ ἀφ. EUR converser avec soi-même, càd réfléchir en soi-même ; διὰ μάχης ἀφ. τινι HDT engager un combat avec qqn ; fig. μ’ ἄλγος ἀφίκετο IL une douleur est venue m’atteindre;
2 parvenir à, en venir à : ἀφ. εἰς τὸ ἴσον τινί XÉN parvenir à égaler qqn ; εἰς ἀπορίαν PLAT, ἐς ἀπορίην HDT en arriver à être sans ressources ; ἐς τοσοῦτον τύχης HDT, ἐς τοῦτο δυστυχίας THC en venir à ce degré de fortune, d’infortune ; ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι (ion.) τινι HDT ou δι’ ἔχθρας ἀφ. τινί EUR en venir à des sentiments d’hostilité pour qqn ; avec un inf. : ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τὸ στράτευμα νικηθῆναι THC il s’en fallut de peu que l’armée ne finît par être vaincue;
II. revenir, retourner.
Étymologie: ἀπό, ἱκνέομαι.
English (Autenrieth)
fut. ἀφίξομαι, aor. ἀφῖκόμην, perf. inf. ἀφῖχθαι: come to, arrive at, reach (one point from another); usually w. acc., sometimes w. prepositions; τοῦτον (δίσκον) νῦν ἀφίκεσθε, ‘come up to’ that now, Od. 4.255; met., ὅτε μ' ἄλγος ἀφίκετο, Il. 18.395.
English (Slater)
ἀφικνέομαι (fut. ἀφίξεται; ἀφίξεσθαι: aor. ἀφκετο, -ᾰκοντο)
1 come (to) abs., ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος (O. 9.67) c. acc., ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (O. 11.19) Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων (P. 5.29) “ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ Ἄβαντος εὐρυχόρους ἀγυιάς” (P. 8.54)