ἄγνοια
English (LSJ)
ἡ, (v. γιγνώσκω)
A want of perception, ignorance, ἀγνοίᾳ A. Ag.1596; ἀγνοίας ὕπο Supp.499; ἣν ὑπ' ἀγνοίας ὁρᾷς whom seeing you pretend not to know, S.Tr.419; ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνειν X.Cyr.3.1.38, cf. Th.8.92, Ar.Av.577, D.9.64, etc.; opp. ἐπιστήμη, Pl.Tht. 199d, Arist.APr.66b26; ἄ. κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν ἕξεως Pl.R. 585b; δι' ἄγνοιαν πράττειν, opp. ἀγνοῶν, Arist.EN1110b25: in Logic, ἡ τοῦ ἐλέγχου ἄ. ignoratio elenchi, ignorance of the conditions of a valid proof, Arist.SE168a18, al. II mistaken conduct, a mistake, D.18.133, Ep.2.19, Plb.27.2.2. [In Poets sts. ἀγνοίᾱ,S.Tr.350, Ph.129; old Att., acc. to Ael. Dion.Fr.11, cf. Moer.191; Ion. ἀγνοίη Phot.]
German (Pape)
[Seite 17] ἡ, Unwissenheit, Unbekanntschaft, τινός, mit etwas, ἀγνοίᾳ, δι' ἄγνοιαν, ὑπ' ἀγνοίας, z. B. ἁμαρτάνειν, aus Unwissenheit, Plat. mit ἀμαθία Prot. 360 b; davon etwas geschieden Theaet. 176 c; entgegensteht γνῶσις Rep. V, 478 c, ἐπιστήμη 477 a. Altatt. ἀγνοία, wie Soph. Tr. 349 Phil. 129. Vgl. ἄνοια. – Sp. Fehler, Dem. ep. 2 (1472, 5).
Greek (Liddell-Scott)
ἄγνοιᾰ: ἡ, (ἴδε ἐν λ. γιγνώσκω), ἔλλειψις γνώσεως, ἀμάθεια· ἀγνοίᾳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1596· ἀγνοίας ὕπο, Ἱκετ. 499· ἣν ὑπ ̓ ἀγνοίας ὁρᾷς. ἣν βλέπων προσποιεῖσαι ὅτι δεν γνωρίζεις, Σοφ. Τρ. 419· ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνειν, Ξεν. Κυρ. 3. 1, 38, πρβλ. Θουκ. 8. 92, 11, Ἀριστοφ. Ὄρν. 577, Δημ.: - ἐν τῇ Λογικῇ· ἡ τοῦ ἐλέγχου ἄγνοια, ignoratio elenchi, ἄγνοια τῶν ἀπαιτουμένων ὅρων πρὸς ἀποτέλεσιν ἰσχυούσης ἀποδείξεως, Ἀριστ. Σοφ. ἔλεγχ. 4, 10, πρβλ. 5, 5-6. ΙΙ. = ἀγνόημα, σφάλμα, Δημ. 271. 15., 1472. 5. [Παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε ἀγνοίᾱ, Σοφ. Τρ. 350, Φ. 129· καὶ τοῦτο εἶναι ἀρχ. Ἀττ. κατὰ τὸν Αἴλ. Διον. παρ ̓ Εὐστ. 1579, 29, πρβλ. Μοιρ. 191. Λοβ. Φρύν. 494. Πρβλ. ἄνοια].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ignorance : θεραπεύειν ἀγνοίᾳ THC soigner une maladie sans la connaître;
2 inadvertance, méprise, erreur;
3 SEPT péché.
Étymologie: ἀγνοέω.
Spanish (DGE)
(ἄγνοιᾰ) -ᾱς, ἡ
• Alolema(s): ἀγνοίᾱ S.Tr.350, Ph.129; jón. ἀγνοίη Phot.α 214
I 1en dat. y frases adv. ignorancia, inadvertencia, error, equivocación ἀγνοίᾳ λαβὼν ἔσθει βορὰν ἄσωτον del banquete antropofágico de Atreo, A.A.1596, καὶ δὴ φίλον τις ἔκταν' ἀγνοίας ὕπο A.Supp.499, φοβούμενοι μὴ ... τίς τι ἀγνοίᾳ σφαλῇ Th.8.92, ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνειν X.Cyr.3.1.38, ἄ. τῶν ἁμαρτημάτων αἰτία Pl.Lg.863c, κατὰ ἄγνοιαν LXX Le.22.14, PGnom.39, 46, 47 (II d.C.), ἀγνοίᾳ συνδιεφθάρησαν D.C.77.23.1, ἐξ ἀγνοίας ἐπανορθώσεως ... ἔτυχον Aristeas 130, δι' ἄγνοιαν Aen.Tact.4.3, Heraclit.All.62, cf. SB 9897a.5 (II d.C.)
•en nom. ἀ. μ' ἔχει S.Tr.l.c., cf. S.Ph.l.c.
•error, fallo D.18.133, Plb.27.2.2, λήγοντες τῆς ἀγνοίας PTeb.24.33 (II d.C.)
•personif. la Ignorancia μή ποτε δι' ἐμέ τι τὴν Ἄγνοιαν αὐτοῖς συμπέσῃ ἀκούσιον Men.Pc.141, tít. de una comedia de Dífilo, Ath.401a, de Macón, Ath.664b.
2 inadvertencia consciente ἣν ὑπ' ἀγνοίας ὁρᾷς a la que ves haciendo que no la conoces S.Tr.419, ἢν δ' οὖν ἡμᾶς μὲν ὑπ' ἀγνοίας εἶναι νομίσωσι τὸ μηδέν si creen, en su poca consideración, que no somos nada Ar.Au.577.
3 falta, yerro περὶ τῆς ἀγνοίας αὐτοῦ ἧς ἠγνόησεν LXX Le.5.18, ἐπήγαγες ἐφ' ἡμᾶς ἄγνοιαν LXX Ge.26.10.
II 1en sent. fil. ignorancia, nesciencia op. ἐπιστήμη Pl.Tht.199d, Arist.APr.66b26, ἄ. κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν ἕξεως Pl.R.585b.
2 c. gen. ignorancia, desconocimiento τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν M.Ant.2.1, τῶν χωρίων D.C.39.2.1, cf. 36.12.4
•lóg. ἡ τοῦ ἐλέγχου ἄ. ignorantia elenchi, e.e., ignorancia de las condiciones de la prueba válida Arist.SE 168a18.
III medic. inconsciencia, pérdida del conocimiento Hp.Epid.7.85, Prorrh.1.64.
• Etimología: Cf. γιγνώσκω.
English (Abbott-Smith)
ἄγνοια, -ας, ἡ (< ἀγνοέω), [in LXX chiefly for אָשָׁם, שְׁגָגָה ;]
ignorance : Ac 3:17 17:30, Eph 4:18 (with sense of wilful blindness; cf. MM, VGT, s.v.), I Pe 1:14. †
English (Strong)
from ἀγνοέω; ignorance (properly, the quality): ignorance.
English (Thayer)
(ας, ἡ (from Aeschylus down), want of knowledge, ignorance, especially of divine things: ἀγνοέω.)