άνοιγμα

Greek Monolingual

το (Α ἄνοιγμα)
η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος
2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο
3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα, ξέφωτο
4. ρωγμή, σχισμή
5. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης, ενός τόπου
6. εγκαίνια
7. ανόρυξη πηγαδιού
8. το σκάλισμα του χώματος γύρω από τον κορμό των κλημάτων
9. το πέταγμα βλαστών ή ματιών σε ένα φυτό, άνθηση
10. έναρξη, αρχή
11. αραίωση, (για φυτά) ξεχορτάριασμα
12. διάνοιξη, φάρδαιμα, διεύρυνση
13. εκταφή νεκρού, ανακομιδή
14. ταξίδι, πορεία στο ανοιχτό πέλαγος (στα ανοιχτά)
15. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος
16. μτφ. η αδυναμία κάποιου να εκπληρώσει εμπορική ή χρηματική υποχρέωση
17. παράτολμη πράξη, αποτόλμημα
αρχ.
η διάμετροςάνοιγμα σφαίρας»).

Translations

opening

Armenian: բացում; Azerbaijani: açılış; Bulgarian: отваряне; Finnish: avaaminen, avautuminen; French: ouverture; Greek: άνοιγμα; Ancient Greek: ἀνάπτυξις, ἄνοιγμα, ἄνοιξις; Hebrew: פתיחה‎; Hungarian: nyitás, kinyitás, felbontás, nyílás, kinyílás; Irish: oscailt; Norwegian Bokmål: åpning, åp; Portuguese: abertura; Romanian: deschidere; Russian: открытие; Spanish: abertura; Ukrainian: відкриття