ένσταση

Greek Monolingual

η (AM ἔνστασις) ενίστημι
αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη
νεοελλ.
1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον της εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του
2. φρ. «ένσταση απαρτίας» — αντίρρηση που υποβάλλεται στο προεδρείο συλλογικού σώματος όταν υπάρχουν ενδείξεις ή είναι προφανής η έλλειψη νόμιμης απαρτίας
αρχ.-μσν.
αντίσταση, εναντίωση
μσν.
εγκατάσταση κληρονόμου
αρχ.
1. σχέδιο, διεξαγωγή δίκης, πολέμου κ.λπ.
2. άρνηση και διάψευση μιας άποψης
3. συγκέντρωση υγρού ή σταθεροποίηση ξένου σώματος σε σημείο του οργανισμού
4. φρ. «ἔνστασις βίου» — τρόπος ζωής.