απατώ
Greek Monolingual
(AM ἀπατῶ, -άω)
1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου
νεοελλ.
1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά»)
2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω
αρχ.
1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου
2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος
3. φρ. «ἀπατῶμαι ως...» — σφάλλομαι στο να νομίζω ότι...
[ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη. ΠΑΡ απάτημα
αρχ.
απάτησις, απατητής.
ΣΥΝΘ. εξαπατώ
αρχ.
ανταπατώ, διαπατώ, παραπατώ, προσαπατώ, συναπατώ, συνεξαπατώ, υπεραπατώ, φρεναπατώ].