βγαίνω
Greek Monolingual
(εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω)
1. εξέρχομαι
2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό»)
3. αναβλύζω, εκπηγάζω
4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα»)
5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω
6. προκύπτω ως συμπέρασμα («δεν βγαίνει τίποτε απ' τα λόγια του»)
7. εξάγεται ως κέρδος («τί βγαίνει με τις κλάψες;»)
8. ενεργούμαι, αποπατώ
9. φρ. α) «βγαίνω απ' τ' αβγό» — μεγαλώνω, γίνομαι ώριμος β) «βγαίνω απ' τα όρια» ή «...απ' τον δρόμο του Θεού» — παρεκτρέπομαι
γ) «βγαίνω απ' τα ρούχα μου» — εξοργίζομαι
δ) «βγαίνω ασπροπρόσωπος» — επιτυγχάνω σε δοκιμασία
ε) «βγαίνω νικητής» — νικώ, επικρατώ, επιτυγχάνω
στ) «βγαίνω στη γύρα» — περιοδεύω, κάνω επισκέψεις (ή ζητώ επίμονα κάτι, κυρίως δανεικά)
9. παροιμ. «κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ' όνομα» — η καλή φήμη των ανθρώπων, η υπόληψη, αυτά είναι ανώτερο και από την σωματική τους αρτιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. βγαίνω < μσν. εβγαίνω (με σίγηση του αρκτικού άτονου -ε-) < εγβαίνω (με αντιμεταχώρηση φθόγγων) < αρχ. εκβαίνω (με αφομοιωτική τροπή του κ σε γ προ του β)].