γένειον
English (LSJ)
τό, (γένυς)
A part covered by the beard, chin, Od.16.176; πολιὸν γ. Il.22.74; especially in supplication, ἔλλαβε χειρὶ γενείου 8.371; γ. χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος 10.454; γενείου λευκήρη τρίχα A.Pers.1056 (lyr.), cf. Th.666, Hdt.2.36: in plural, S.OT1277, Plu.Ant.1; κείρασθαι τὰ γ. Id.Cat.Mi.53: prov. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα = nothing but chin and horns, Ar.Av.902.
2 beard, Hdt.6.117: pl., Theoc.6.36, J.AJ11.5.3, Paus.2.10.3, Theo Sm.p.104H.
b a lion's mane, Luc.Cyn.14.
3 chaps, Arist.HA518b17; jaws, AP7.531 (Antip. Thess.).
4 pl., teeth of a saw, Nic.Th.53.
5 dub. sens. in IG11(2).165.11, 28 (Dclos, iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): γένηον Alc.120.9, Sophr.58
I de pers.
1 parte cubierta por la barba, mentón πολιόν Il.22.74, 24.516, κυάνεαι ... γενειάδες ἀμφὶ γένειον Od.16.176, γενείου ... θρίξ A.Pers.1056, cf. Hdt.2.36, Hp.Epid.3.4, Gal.17(2).138, Nonn.Par.Eu.Io.6.58
•en súplicas πρὸς γενείου por tu barbilla S.El.1208
•en plu. S.OT 1277, Plu.Ant.1.
2 barba Hdt.6.117, Hp.Art.41, Sophr.l.c., Artem.1.30, 4.83, 5.47, D.C.61.19.1, 68.15.5, 78.39.2, D.P.Au.1.4
•en plu. Theoc.6.36, Paus.2.10.3.
II de anim.
1 quijada Arist.HA 518b17
•barbilla o mandíbula inferior de una marta, Ael.NA 15.11
•mandíbula, AP 7.531 (Antip.Thess.), de un dragón, Orph.A.994.
2 melena de un león, Luc.Cyn.14.
3 barba de un macho cabrío para el sacrificio οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τ' ἐστὶ καὶ κέρατα no es más que barba y cuernos Ar.Au.902.
III de inanimados
1 plu. dientes de una sierra, Nic.Th.53.
2 arq. sent. dud. tal vez grapa metálica o abrazadera, IG 11(2).165.11, 28 (Delos III a.C.), IEphesos 1515.4 (I a./d.C.).
• Etimología: De *genHu̯- en grado P/P > *geneu̯-, gal. plu. genau < *geneu̯es ‘mejilla’, que en grado P/ø > gr. γένυς, ai. hánu, gót. kinnus ‘barbilla’, airl. giun, gin ‘boca’.
German (Pape)
[Seite 482] τό, das Kinn, allein u. mit dem Bart, auch der Bart allein; Hom. Iliad. 8, 371. 10, 454. 22, 74. 24, 516 Odyss. 11, 583. 16, 176. 19, 473; Tragg.; Pind. Ol. 1, 68 γένειον μέλαν ἔρεφον λάχναι; Her. 4, 23; Xen. Cyr. 8, 3, 30; πρὸς γενείου, Beschwörungsformel, Soph. El. 1208; γένειον καὶ κέρατα, sprichwörtlich: Haut u. Knochen, von einem dürren Opferthier, Ar. Av. 902. – Sp. brauchen es in allgemeiner Bdtg, πολυόδοντα, Kinnbacken, Nic. Th. 52; vgl. Arist. H. A. 1, 11; πρίειν γ. ἀφριόεν, Gebiß, Zähne, Antp. Th. 26 (VII, 531); – λέοντος, Mähne, Luc. Cyn. 14. – Sp. brauchen oft den plur. für den sing., bes. Plut., z. B. Anton. 1; vgl. Theocr. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
1 menton : γενείου λαβεῖν ou ἅπτεσθαι, toucher le menton en parl. des suppliants ; πρὸς γενείου, je t'en supplie;
2 barbe.
Étymologie: γένυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γένειον -ου, τό Aeol. γένηον γένυς baard, bebaarde kin:; πολιὸν γένειον grijze baard Il. 22.74; κυάνεαι δ’ ἐγένοντο ἐθειράδες ἀμφὶ γένειον en de baardharen rond zijn kin werden donker Od. 16.176; τρίχας... τάς... ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ γενείῳ zijn hoofd en baardhaar Hdt. 2.36.1; in context van smekelingen:; ἔλλαβε χειρὶ γενείου met haar hand pakte ze zijn kin vast Il. 8.371; οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν ἐστι καὶ κέρατα louter sik en hoorns Aristoph. Av. 902 (van geiten); manen (van een leeuw). Luc. 76.14.
Russian (Dvoretsky)
γένειον: τό тж. pl.
1 подбородок Trag., Her., Arst.: γενείου λαβεῖν или ἅπτεσθαι Hom. прикасаться к (чьему-л.) подбородку, т. е. умолять; πρὸς γενείου Soph. заклинаю тебя; γ. τε καὶ κέρατα погов. Arph. подбородок да рога, т. е. кожа да кости;
2 борода (τὸ γ. τὴν ἀσπίδα πᾶσαν σκιάζει Her.; ξυρεῖν τὰ γένειά τινος Plut.);
3 (у животных), верхняя челюсть (τῶν σιαγόνων τὸ πρόσθιον γ., sc. ἐστιν Arst.);
4 поэт. челюсти, зубы: ἐπιπρίειν γ. Anth. скрежетать зубами;
5 грива (λεόντων γένεια Luc.).
Frisk Etymological English
γενειάς See also: s. γένυς.
Middle Liddell
[γενύς]
1. the part covered by the beard, the chin, Hom., Trag.:—proverb. of a lean animal, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειον καὶ κέρατα nothing but chin and horns, Ar.
2. = γενειάς, the beard, Hdt.
3. the cheek, Anth.
English (Autenrieth)
chin; γένειον λαβεῖν, ἅψασθαι, done in supplicating a person, Il. 1.501. (See cut under γουνόομαι.)
English (Slater)
γένειον
1 lower part of the face, jaw λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον (O. 1.68)
Greek Monotonic
γένειον: τὸ (γένυς),
1. το μέρος του προσώπου που καλύπτεται από τη γενειάδα, το πηγούνι, σε Όμηρ., Τραγ.· παροιμ., λέγεται για ισχνό, αδύνατο ζώο· οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειον καὶ κέρατα, τίποτε άλλο από πηγούνι και κέρατα, σε Αριστοφ.
2. = γενειάς, μούσι, γενειάδα, σε Ηρόδ.
3. το μάγουλο, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
γένειον: τὸ, (γένυς) τὸ μέρος ὅπερ καλύπτεται ὑπὸ τοῦ πώγωνος, ἡ κάτω σιαγών, τὸ πηγοῦνι, mentum, Γερμ. kinn, Ὀδ. ΙΙ. 176 (πρβλ. γενειάς)· πολιὸν γ. Ἰλ. Χ. 74· ἰδίως ἐν ἱκετείᾳ, ἔλλαβε χειρὶ γενείου Θ. 371· γενείου χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος Κ. 454· γενείου… λευκήρη τρίχα Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056, πρβλ. Θήβ. 666. κτλ.· κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Τ. 1277·- παροιμ. ἐπὶ ἰσχνοῦ ζῷου, οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα, δὲν εἶναι ἄλλο τι εἰμὴ πηγοῦνι καὶ κέρατα (πετσὶ καὶ κόκκαλο), Ἀριστοφ. Ὄρν. 902. 2) ὁ πώγων, Ἡρόδ. 6. 117· κατὰ πληθ., Παυσ. 2. 10, 3., 2. 13, 5. 3) ἐν τῇ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 10, ἡ ἄνω σιαγὼν (ἴδε γένυς)· ἡ παρειά, Νίκ. Θ. 53, Ἀνθ.II. 7. 531.
Frisk Etymology German
Mantoulidis Etymological
(=τό πηγούνι). Ἀπό τό γένυς (=τό σαγόνι).
Παράγωγα: γενειάω -ῶ (=ἔχω γένι), γενειάς, γενειάτης (=γενειοφόρος), γενειάζω, καί μέ μετάθεση: γναθμός καί γνάθος (=σαγόνι).