δίπλα

Greek Monolingual

(I)
επίρρ.
Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι
2. πλαγιαστά, πλάγια
3. φρ. α) «του ή της πέφτω δίπλα» — πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία
β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» — περιπλανιέμαι στα βουνά
γ) «το κόβω, το παίρνω δίπλα» — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλά, ουδ. του επιθέτου διπλός, με αναβιβασμό τόνου].
(II)
η (Μ δίπλα)
1. πτυχή υφάσματος, ρυτίδα προσώπου
2. (για χορό, φίδι κ.λπ.) γύρισμα, κύκλος, σπείρα
νεοελλ.
1. δοκάρι στέγης
2. παραδοσιακό γλύκισμα με αλεύρι και αβγά, μέλι και τριμμένο καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. απλώνω - άπλα)
κατ' άλλους, από το θηλυκό του επιθέτου διπλός με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα τυφλός - τύφλα].