διαιρῶ
Greek Monolingual
(AM διαιρῶ, διαιρέω) αιρώ
1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω
2. εκτελώ την πράξη της διαίρεσης
3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» — φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς ανεμπόδιστος)
αρχ.
1. διανοίγω, διαχωρίζω
2. διαρρηγνύω, καταστρέφω, κατεδαφίζω
3. (το ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) το διηρημένον
το ρήγμα
4. διαλύω
5. διακόπτω τη συνέχεια
6. στίζω
7. αποχωρίζω κάτι
8. αποφασίζω, κρίνω, δικάζω
9. προσδιορίζω
10. διαστέλλω
11. ερμηνεύω
12. μέσ. διαιρούμαι μοιράζομαι.
Translations
divide
Arabic: قَسَّمَ; Armenian: բաժանել, կիսել; Aromanian: mpartu; Azerbaijani: bölmək; Balinese: dum; Belarusian: дзялі́ць; Bulgarian: разделям; Catalan: dividir; Chinese Mandarin: 分, 分裂, 隔; Czech: dělit; Dutch: verdelen; Esperanto: dividi, onigi, partigi; Estonian: jagama; Finnish: jakaa; French: diviser, fendre; Galician: dividir; German: aufteilen, teilen, einteilen; Gothic: 𐌳𐌰𐌹𐌻𐌾𐌰𐌽; Ancient Greek: μερίζω, χωρίζω, διαιρέω; Guaraní: mboja'o; Hebrew: חילק, פיצל; Hindi: बांटना; Hungarian: oszt, feloszt; Icelandic: hluta; Irish: deighil, roinn; Old Irish: rannaid; Italian: dividere; Japanese: 分割する, 分ける; Javanese: dum; Korean: 나누다, 가르다; Latgalian: daleit; Latin: divido; Latvian: dalīt; Lithuanian: dalinti, išskirti; Maguindanao: baad; Malay: bahagian; Maori: kokoti, wehe, kōwae, kōwaewae, tāuteute, totoe; Maranao: bagi', ba'ad; Ngazidja Comorian: upasua; Occitan: dividir; Old English: tōdǣlan; Persian: قسمیدن; Polabian: ai̯delĕt; Polish: dzielić, podzielić; Portuguese: dividir, separar; Romanian: despărți, divide, diviza, împărți; Russian: делить, разделять; Sicilian: spàrtiri; Slovak: deliť, rozdeliť; Somali: qaybin; Sorbian Lower Sorbian: źěliś; Spanish: desunir, dividir; Swahili: -gawa; Swedish: dela, klyva; Telugu: విభజించు; Tocharian B: putk-; Ukrainian: ділити; Vietnamese: chia; Western Bukidnon Manobo: ba'ad; Zazaki: heti kerden; ǃXóõ: khàla