διεγείρω
English (LSJ)
A wake up, Anaxipp.1.47, J.AJ8.13.7, Hdn.2.1.5; stir up, arouse, LXX 2 Ma.7.21; excite, promote, αὔξησιν φυτοῦ Gp.9.3.7:—Pass., Hp.Ep.15, Arist.Pr.876a22, LXX Es.11.11, Ph.2.485, Longus 2.35; to be raised up from a sick-bed, AP11.171 (Lucill.); Ep. aor. διέγρετο ib.5.274 (Paul. Sil.).
II raise, τὸν αὐχένα Hld. 4.4; χώματα J.BJ6.1.1, 6.2.7:—Pass., πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXX Ju.1.4; τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγειρεσθε μἐσον Procop.Gaz.ἠθοπ.ποιμένος p.137B.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. διέγρετο AP 5.275 (Paul.Sil.), 1a plu. διεγρόμεθα Hierocl.5.6, part. fem. διεγρομένη AP 5.259 (Paul.Sil.); v. med. perf. part. διεγηγερμένος Hp.Ep.15]
I en v. med.-pas. διεγείρομαι
1 despertarse ἐκπάγλως δὲ διηγέρθην me desperté sobresaltado Hp.Ep.15, cf. Epid.3.17.3, πρὶν διεγερθῆναι Arist.Pr.876a22, ἡ παῖς ἐξ ὕπνοιο διέγρετο AP 5.275, cf. 259 (ambos Paul.Sil.), Hierocl.l.c., τοὺς δὲ διεγειρομένους ... κατηκόντιζον D.S.19.95, ἐμοῦ δὲ διεγερθέντος PTeb.804.15 (II a.C.)
•perf. estar despierto Ph.2.485.
2 levantarse διεγερθεὶς οὖν ὁ Φιλητᾶς Longus 2.35.2, cf. AP 11.171 (Lucill.), τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγείρεσθε μέσον Procop.Gaz.Decl.4.34, διεγείρεσθαι οὐ θέλει, ἀλλ' ἐσθίει κατακείμενος Hippiatr.8.1
•fig. agitarse, excitarse de una pers. διεγηγερμένος τῇ σχέσει Hp.Ep.15, de un caballo αὐτὸν τῷ κτύπῳ ... εἰς προθυμίαν διεγειρόμενον éste excitado a la furia por el golpe Gr.Nyss.Infant.67.16
•del mar encresparse, Eu.Io.6.18.
II v. act., tr.
1 despertar τοὺς κοιμωμένους ... διεγείρουσιν αἱ σάλπιγγες Plb.12.26.1, cf. I.AI 8.349, τὸν φυλάσσοντα Hdn.2.1.5, τὸν δαίμονά σου Suppl.Mag.39.1, cf. Aesop.184, Plu.2.107e
•abs. διεγειρόντων οὐκ ᾐσθάνετο no se dio cuenta de los intentos por despertarla (de un sueño comatoso), Hp.Epid.7.41
•fig. τὴν φύσιν Anaxipp.1.47.
2 levantar, erigir τὰ χώματα I.BI 6.5, 156, en v. pas. πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXX Iu.1.4
•de pers. levantar διέγειρε σεαυτόν Plu.2.975c, cf. Philostr.Iun.Im.3.4, τὸν αὐχένα Hld.4.4.1.
3 fig. estimular, promover τὴν αὔξησιν τοῦ φυτοῦ Gp.9.3.7
•excitar, conmover τὴν ψυχήν Asclep. en Anon.Lond.38.5, Aristid.Quint.56.9, cf. Vett.Val.151.30, τῶν χρονοκρατόρων τὰς δυνάμεις Vett.Val.204.16, τὸν ἵππον εἰς τὸν ... ἔρωτα Hippiatr.14.8, c. πρός y ac. e instrum. τοὺς ἄλλους διεγείρειν πρὸς ἔλεον πυκναῖς παραινέσεσι mover a compasión a otros con insistentes súplicas Gr.Nyss.M.46.837D
•en ret. conmover, estimular ἓν ἔργον ἐπιλόγου τὸ τὰ πάθη διεγεῖραι Arist.Fr.134, οὐ διεγείρει δὲ τὸν ἀκροατήν D.H.Lys.28, cf. Pomp.4.4, Origenes Cels.4.44.
III gram. acentuar con acento agudo en v. pas. τὸν διεγηγερμένον τόνον A.D.Synt.97.27, cf. Hdn.Gr.1.551.
Léxico de magia
1 llamar, despertar a un demon διέγειρόν σου τὸν δαίμονα καὶ εἴσελθε ἐν τῷ πυρὶ τούτῳ despierta a tu demon y entra en este fuego P IV 964 SM 39 1 SM 46 6 SM 47 6 2 despertar, resucitar un cadáver διαέγειρον τῇ δυνάμει τοῦ αἰωνίου θεοῦ τόδε τὸ σῶμα resucita con la fuerza del dios eterno este cuerpo P XIII 279
German (Pape)
[Seite 617] (s. ἐγείρω), aufwecken; Hippocr.; τὴν φύσιν διεγείρας Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 47); ἐξ ὕπνου διέγρετο Paul. Sil. 12 (v, 275); διεγερθείς Lucill. 99 (XI, 171).
Russian (Dvoretsky)
διεγείρω:
1 пробуждать, будить (τινά Plut.); med.-pass. пробуждаться, просыпаться (ἐξ ὕπνου Anth.): πρὶν διεγερθῆναι Arst. прежде чем проснуться;
2 возбуждать, вызывать (τὰ πένθη διὰ κολακείαν Plut.).
French (New Testament)
réveiller ; stimuler, tenir en éveil ; se soulever ; être agité
[διά, ἐγείρω]
Greek (Liddell-Scott)
διεγείρω: ἐντελῶς ἐξεγείρω, Ἱππ. 1237, Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 47. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 3. 34· Ἐπ. ἀόρ. παθ. διέγρετο, Ἀνθ. Π. 5. 275. ΙΙ. προτείνω, τὸν αὐχένα Ἠλιόδ. 4. 4.
English (Strong)
from διά and ἐγείρω; to wake fully; i.e. arouse (literally or figuratively): arise, awake, raise, stir up.
English (Thayer)
(διεξέρχομαι) (2nd aorist διεξηλθον); to go out through something: διεξελθοῦσα, namely, διά φρυγάνων, Sept.; in Greek writings from (Sophicles, Herodotus), Euripides down.)
Greek Monolingual
(AM διεγείρω) εγείρω
εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον της άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῦ Μουσταφᾱ»)
νεοελλ.
1. παρακινώ, παροτρύνω
2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης
αρχ.-μσν.
ξυπνώ κάποιον, σηκώνω από τον ύπνο
μσν.
(για πόλεμο) υποκινώ.
Chinese
原文音譯:diege⋯rw 笛-誒給羅
詞類次數:動詞(7)
原文字根:經過-喚醒
字義溯源:完全醒著,激動,激發,醒起,叫醒,翻騰;由(διά)*=通過)與(ἐγείρω)*=醒,起來)組成。參讀 (ἀνασείω) (ἀνάστασις)同義字
出現次數:總共(6);可(1);路(2);約(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 激發(2) 彼後1:13; 彼後3:1;
2) 就翻騰(1) 約6:18;
3) 醒了(1) 路8:24;
4) 叫醒了(1) 路8:24;
5) 他醒了(1) 可4:39