διχάζω
English (LSJ)
A fut. -άσω Plot.5.3.10:—divide in two, Pl.Plt. 264d (of logical dichotomy):—Pass., Nonn. D. 3.33, al.; αἴγειρος… δισσοῖσι κλάδοις δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους Lyr.inPhilol.80.334; δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6.
b divide by two, Nicom.Ar.1.7, al. (Pass.).
2 δ. τινὰ κατά τινος divide one against another, Ev.Matt.10.35.
II intr., to be divided, interpol. in X.An.4.8.18; διχαζούσης ἡμέρας at mid-day, Anon. ap. Suid.
Spanish (DGE)
(δῐχάζω) I tr.
1 separar, dividir en dos partes δεῖν διχάζειν τὴν ... ἐπιστήμην Pl.Plt.264d, τὸ νοοῦν Plot.5.3.10, τὸ δόγμα Manes 87.11, cf. Ascl.in Metaph.34.20, ὀμνύω κατὰ τοῦ διχάσαντος ... τὴν γῆν ἀπ' οὐρανοῦ PSI 1290.10 (I d.C.), en v. pas. ὅτε πληροῦται (ἡ σελήνη), ὅ ἐστιν ἥμισυ μηνὸς διχαζομένων τῶν λʹ ἡμερῶν Ach.Tat.Intr.Arat.21, πηδαλίου ... διχαζομένης ἁλὸς ὁλκῷ hendida la mar por el empuje del timón Nonn.D.3.33, αἴγειρος ... δισσοῖσι κλάδοις δεδιχασμένη un chopo dividido en dos por dos ramas, GDRK 6.1.43.
2 mat. dividir por dos τὸ ἕτερον εἶδος ... τοῦ ἀριθμοῦ, ὅπως ἂν διχασθῇ, ἀμέτοχον τοῦ λοιποῦ del número impar, Nicom.Ar.1.7, cf. Aq.De.14.6
•geom. dividir en dos partes iguales κῶνος δεδιχασμένος ἀπὸ κορυφῆς μέχρι τῆς βάσεως Olymp.in Mete.248.6.
3 fig. enemistar, separar ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ pues vine a enemistar al hombre con su padre, Eu.Matt.10.35, φθόνος π[ο] νηρὸς <ἐ>δίχασαι (l. -σε) ἡμᾶς ἀλλήλων PMasp.155.16 (VI d.C.).
II intr. dividirse en dos ἰδόντες δὲ αὐτοὺς διχάζοντας X.An.4.8.18 (cód., v. ap. crít.), διχαζούσης τῆς ἡμέρας al mediodía Anon. en Sud.
German (Pape)
[Seite 646] teilen, trennen; Plat. Polit. 264 d; veruneinigen, Sp.; τινὰ κατά τινος Matth. 10, 35; auch intrans., sich trennen; διχαζούσης ἡμέρας, um Mittag, Suid.
French (Bailly abrégé)
1 partager (une chose) en deux;
2 séparer (deux pers. ou deux ch.) ; particul. diviser (un nombre).
Étymologie: δίχα.
Russian (Dvoretsky)
δῐχάζω: делить надвое, разделять (τὴν ἐπιστήμην Plat.): δ. τινὰ κατά τινος NT разлучить кого-л. с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχάζω: μέλλ. -άσω, διαιρῶ εἰς δύο, διαχωρίζω, Πλάτ. Πολιτ. 264D. 2) δ. τινὰ κατά τινος, διαιρῶ, κινῶ εἰς διχόνοιάν τινα ἐναντίον ἑτέρου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 35. ΙΙ. ἀμετάβ., διαιροῦμαι, διχαζούσης ἡμέρας, κατὰ μεσημβρίαν, Σουΐδ., ἐν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 18 ὁ Schneid. διώρθωσε διαχάζοντας.
English (Strong)
from a derivative of δίς; to make apart, i.e. sunder (figuratively, alienate): set at variance.
English (Thayer)
1st aorist infinitive διχάσαι; (δίχα); to cut into two parts, cleave asunder, dissever: Plato, polit., p. 264d.; metaphorically, διχάζω τινα κατά τίνος, to set one at variance with (literally, against) another: Matthew 10:35. (Cf. Fischer, De vitiis lexamples etc., p. 334f.)
Greek Monolingual
(AM διχάζω) δίχα
χωρίζω στα δύο
μσν.- νεοελλ.
προκαλώ διάσταση, διαφωνία
μσν.
αποχωρίζω από κάποιον κάτι («διχάζουσιν ἀπὸ πατέρων τέκνα», Μανασσ.)
αρχ.
1. διαιρώ διά δύο
2. είμαι διαιρεμένος
3. φρ. «διχάζω τινὰ κατά τινος» — διαιρώ, παρακινώ κάποιον να διαφωνήσει με άλλον.
Greek Monotonic
δῐχάζω: μέλ. -άσω (δίχα), διαιρώ στα δύο, διαχωρίζω, σε Πλάτ.· δ. τινὰ κατά τινος, βάζω σε διχόνοια κάποιον με κάποιον άλλο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
δίχα
to divide in two, Plat.: δ. τινὰ κατά τινος to divide one against another, NTest.
Chinese
原文音譯:dic£zw 笛哈索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:二(化)
字義溯源:分開,不一致,不和諧,生疏;源自(δίς)=兩次);而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 使⋯生疏(1) 太10:35