δότης
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου
que da, dador θεὸς Men.Mon.198, ἀνὴρ ἱλαρὸς καὶ δ. LXX Pr.22.8a, cf. 2Ep.Cor.9.7, Hdn.Gr.1.60, op. αἰτητής D.C.66.2.
German (Pape)
[Seite 660] ὁ, = vor., LXX.
Russian (Dvoretsky)
δότης: ου ὁ NT = δοτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
δότης: -ου, ὁ, μεταγ. τύπος τοῦ δοτήρ, Ἑβδ. Β΄ Ἐπ. Κορ. θ΄, 7.
English (Strong)
English (Thayer)
δότου, ὁ (δίδωμι), for the more usual δοτήρ, a giver, bestower: Proverbs 22:8. Not forrod elsewhere.
Greek Monolingual
ο (AM δότης) δίδωμι
αυτός που δίνει, παρέχει κάτι, χορηγός
νεοελλ.
1. ζώο ή φυτό από το οποίο λαμβάνεται το μόσχευμα κατά τη μεταμόσχευση ή το εμβόλιο κατά τον εμβολιασμό
2. φρ. α) «δότης αίματος» — ο αιμοδότης
θ) «δότης σώματος» — το άτομο που με δήλωσή του παραχωρεί εκ τών προτέρων όργανα του σώματός του για να χρησιμοποιηθούν αμέσως μετά τον θάνατό του για μεταμοσχεύσεις σε πάσχοντες συνανθρώπους
γ) «δότης υδρογόνου» — ουσία που παραχωρεί το υδρογόνο προς αναγωγή του άλλου σκέλους ή του δέκτη οξειδοαναγωγικού συστήματος.
Greek Monotonic
Chinese
原文音譯:dÒthj 多帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:給(者)
字義溯源:給與者,捐者;源自(διδῶ / δίδωμι)*=給)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 給與者(1) 林後9:7
French (New Testament)
ου (ὁ) donateur
δίδωμι