επαφίεμαι

Greek Monolingual

(AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω)
νεοελλ.
εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση του δικαστηρίου»)
αρχ.-μσν.
1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί
2. αφήνω κάτι να καλυφθεί
3. ρίχνω εναντίον κάποιου, εξακοντίζω («ἐπαφῆκε αὐτῷ κεραμίδα», Πλούτ.)
4. χύνω σε κάποιον κάτι
μσν.
1. εγκαταλείπω
2. χύνω δάκρυα
3. προφέρω, εκφέρω
4. αφήνω στους μεταγενέστερους ως παράδειγμα
αρχ.
1. απολύω εναντίον («παρεσκευάζετο ὡς τοὺς ἐλέφαντας ἐπαφήσων σφίσιν», Παυσ.)
2. αφήνω τα ζώα ελεύθερα να βοσκήσουν
3. αναδίδω, βγάζω έξω, εκπέμπω («φωνὴν ἐπαφίησιν», Αριστοτ.)
4. αποφεύγω να αγγίξω
5. (για υγρά) αφήνω, επιτρέπω να τρέξει, να χυθεί σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφίεμαι «αφήνω να φύγει, διώχνω». Με τη νεοελλ. σημασία η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Κ. Ν. Κωστή].