ευτρεπίζω

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐτρεπίζω) ευτρεπής
1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω
2. παθ. ευτρεπίζομαι
είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι
νεοελλ.
1. μέσ. ευτρεπίζομαι
καλλωπίζομαι
2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» — απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές της αλυσίδας της
β) «ευτρεπίζω την αλυσίδα» — τήν απαλλάσσω από τις συστροφές της, τη νετάρω
μσν.
1. τακτοποιώ, ρυθμίζω
2. διακοσμώ, στολίζω
3. καλλωπίζω, περιποιούμαι κάποιον
4. εφοδιάζω, εξοπλίζω
5. διαμορφώνω κάτι σε κάτι άλλο
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εὐτρεπισμένος, -η, -ον
έτοιμος.
αρχ.
1. συμφιλιώνω
2. ιατρ. θεραπεύω, περιποιούμαι ασθενή, κουράρω
3. μέσ. εὐτρεπίζομαι
ετοιμάζω κάτι για τον εαυτό μου
4. φρ. α) «εὐτρεπίζω τὰ τείχη» — επισκευάζω τα τείχη
β) «εὐτρεπίζω σύριγγα» — καθαρίζω σύριγγα.