εἰλεός
English (LSJ)
or ἰλεός, ὁ, (εἰλέω)
A intestinal obstruction, bowel obstruction, Hp.Aph.3.22, Aret. SA2.6, v.l. (-ειοῖο) in Nic.Al.597, etc.; distinguished from χορδαψός, Diocl.Fr. 73; of other diseases, as nephritis, Hp.Int.44; εἰλεός ἰκτερώδης = jaundice, ib.45; εἰλεός αἱματίτης = scurvy, ib.46, cf. Lyc. ap. Orib.8.28.1, etc.; staggers, Arist.HA604a30.
II lurking-place, den, hole, εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Theoc.15.9.
III = ἐλεός, butcher's block, Eust.749.7.
IV a kind of vine, Hippys 7.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 medic. íleo n. aplicado a diferentes tipos de cólicos agudos, en plu., Hp.Aph.3.22, Int.44, Lycus en Orib.8.28.1
•en los caballos, Arist.HA 604a30, εἰ. ἰκτεριώδης íleo ictérico Hp.Int.45, εἰ. αἱματίτης íleo sanguíneo Hp.Int.46
•inflamación intestinal Aret.SA 2.6.1, Diocl.Fr.73, Gal.7.69, 10.82.
2 bot., un tipo de vid Hippys 4.
3 v. 1 ἐλεός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
trou de serpents (retraite où s'enroule l'animal).
Étymologie: εἴλω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
εἰλεός: ἢ ἰλεός, ὁ, (εἰλέω) νόσος δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. στρόφος. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «τρῦπα», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε εἰλυός. ΙΙΙ. = ἐλεός, μαγειρικὴ τράπεζα, Εὐστ. 749. 7. IV. εἶδος οἴνου, Ἀθήν. 31Β.
Greek Monolingual
και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].
Greek Monotonic
εἰλεός: ὁ (εἰλέω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, τρύπα, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: 1. as medic. expression intestinal obstruction, Bauchgrimmen (Hp.; Lat. īleus); rarely 2. name of a vine (Hippys Rheg. [Va?]); 3. den, hole of animals, especially of snakes (Theoc. 15, 9, Ark., Poll.).
Other forms: ἰλεός
Derivatives: from 1.: εἰλεώδης relating to intestinal obstruction (Hp.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1141] *u̯elu̯- turn, wind, cover, protect
Etymology: Formation like φωλεός, κολεός etc. (Chantr. Form. 51). Original meaning winding (cf. H.: εἰλεός ἡ τοῦ θηρίου κατάδυσις καὶ στρόφος), from εἰλέω roll, wind with diphthong (not *ἐ-Ϝελ-ε(Ϝ)ος), explains the meanings 1. and 2. Also the den can be combined with winding; but εἰλυός (A. R.) like synonymous εἰλυθμός is based on εἰλύω wind around, cover. - Cf. Solmsen Unt. 242ff.; -εός not phonet. from -υός. - Is -εος Pre-Greek? (cf. φωλεός).
Middle Liddell
Frisk Etymology German
εἰλεός: (ἰλεός)
{eileós}
Grammar: m.
Meaning: 1. als mediz. Fachausdruck Darmverschlingung, Bauchgrimmen (Hp. usw.; lat. īleus); vereinzelt 2. Ben. eines Weinstocks (Hippys Rheg. [Va?]); 3. ‘Schlupfwinkel, Höhle der Tiere, insbes. der Schlangen’ (Theok. 15, 9, Ark., Poll.).
Etymology: Von 1. εἰλεώδης auf Darmverschlingung bezüglich (Hp. u. a.). Bildung wie φωλεός, κολεός usw. (Chantraine Formation 51). Eine ursprüngliche Bedeutung Windung (vgl. H.: εἰλεός· ἡ τοῦ θηρίου κατάδυσις καὶ στρόφος), von εἰλέω rollen, winden mit Beibehaltung des Diphthongs (nicht *ἐϝελε(ϝ)ος), erklärt ohne weiteres die Bedd. 1. und 2. Auch der Schlupfwinkel dürfte sich mit der Windung vertragen können; die in diesem Sinn vorliegende Form. εἰλυός (A. R., Kall., Nik.) geht indessen wie das synonyme εἰλυθμός von εἰλύω umwinden, umhüllen, bedecken aus oder ist davon beeinflußt; das synonyme φωλεός mag die Form εἰλεός begünstigt haben. — Vgl. Solmsen Unt. 242ff.; -εός nicht lautlich aus -υός mit Kalén Quaest. gramm. graecae 19.
Page 1,456
wikipedia en
Bowel obstruction, also known as intestinal obstruction, is a mechanical or functional obstruction of the intestines which prevents the normal movement of the products of digestion. Either the small bowel or large bowel may be affected. Signs and symptoms include abdominal pain, vomiting, bloating and not passing gas. Mechanical obstruction is the cause of about 5 to 15% of cases of severe abdominal pain of sudden onset requiring admission to hospital.
German (Pape)
ὁ, bei Med. eine durch Verwickelung der dünnen Därme entstehende schwere Krankheit, Darmverschlingung. – Nach VLL Schlupfwinkel der Tiere; Schlacht- od. Küchentisch. – Eine Art Weinstock, Ath. I.31b.
Translations
Arabic: انسداد معوي; az: bağırsaq keçməzliyi; Bulgarian: преплитане на червата; Chinese Mandarin: 腸梗阻, 肠梗阻, 腸阻塞, 肠阻塞; Catalan: obstrucció intestinal; Czech: ileus; Finnish: suolitukos; French: iléus, occlusion intestinale; German: Darmobstruktion, Darmverschluss, mechanischer Ileus; English: intestinal obstruction, bowel obstruction, ileus; Greek: ειλεός, εντερική απόφραξη, απόφραξη εντέρου; Ancient Greek: εἰλεός, ἰλεός, εἴλημα; Spanish: íleo, obstrucción intestinal; eu: heste-buxadura; French: occlusion intestinale; hi: आंत्रावरोध; hy: աղիքային անանցանելիություն; Japanese: 腸閉塞症; or: ଆନ୍ତ୍ରିକ ଅବରୋଧ; Portuguese: obstrução intestinal; Russian: кишечная непроходимость, заворот кишок; Swedish: tarmvred, tarmstopp, ileus; tt: эчәклек үткәрмәүчәнлеге; Ukrainian: кишкова непрохідність; Vietnamese: tắc ruột