ζαφλεγής
English (LSJ)
ζαφλεγές, Ep. Adj.
A full of fire, of men at their prime, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν… ἄλλοτε δὲ Φθινύθουσιν ἀκήριοι Il.21.465; of fiery horses, h.Hom.8.8.
II shining, bright, ἄστρα Orac. ap. Eus.PE3.15; σέλας Nonn. D. 2.26.
German (Pape)
[Seite 1136] ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von mutigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de feu.
Étymologie: ζα-, φλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαφλεγής -ές [ζα-, φλέγω] vurig. Il. 21.465 (overdr. van pers.).
Russian (Dvoretsky)
ζαφλεγής: пламенный, полный огня (ζαφλεγεῖς βροτοί Hom.; πῶλοι HH).
English (Autenrieth)
ές (φλέγω): strongly burning, met., full of fire, Il. 21.465†.
Greek Monolingual
ζαφλεγής, -ές (Α)
(επικ. επίθ.)
1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης
3. αυτός που λάμπει πολύ, ο λαμπρός («ζαφλεγές σέλας», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φλεγης (< φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής, πυριφλεγής].
Greek Monotonic
ζᾰφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που είναι γεμάτος φλόγα, περιφλεγής, διάπυρος, ορμητικός, εύρωστος, λέγεται για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή της δύναμής τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰφλεγής: -ές, ἐπ. ἐπίθ., περιφλεγής, πλήρης πυρός, ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν τῇ ἀκμῇ αὐτῶν, ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν..., ἄλλοτε δ’ αὖ φθινύθουσιν ἀκήριοι Ἰλ. Φ. 465· ἐπὶ πυρωδῶν, ὁρμητικῶν ἵππων, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8. ΙΙ. σφόδρα λάμπων, μεγαλοφεγγής, Ἡσύχ.