ηίθεος

Greek Monolingual

ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α)
1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.)
2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο
3. στον πληθ. επιγρ. οἱ ἠΐθεοι
οι σκιές, τα φαντάσματα αυτών που είχαν πεθάνει άγαμοι
4. φρ. «Ἠίθεοι ἤ Θησεύς» — τίτλος ποιήματος του Βακχυλίδη
5. το θηλ. ἡ ἡϊθέη
η παρθένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηFιθεFος. Ανάγεται πιθ. σε IE widhewā «χήρα», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vidhavā, το γοτθ. widuwo (αγγλ. widow), το ρωσ. vdova και το λατ. vidua, όλα με την ίδια σημασία. Αντίστοιχο αρσενικό απαντά επίσης σε ορισμένες γλώσσες, όπως το λατ. viduus και το ρωσ. vdovyĭ. Αν και οι μορφικές αντιστοιχίες είναι σημαντικές, προκύπτουν ωστόσο προβλήματα: α) θα πρέπει να δεχθεί κανείς ότι αντίστοιχος θηλυκός τ. υπήρξε και στην Ελληνική, αλλά πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από το χήρα ώστε να παραμείνει αμάρτυρος (το ηϊθέη είναι μτγν.)
β) επήλθε πράγματι σημασιολογική εξέλιξη, που μετέβαλε τη σημασία «χήρος» σε «ανύπανδρος»; Πρόβλημα παρουσιάζει και το αρχικό η-, που πιθ. να αποτελεί μετρική έκταση ενός προθεματικού ε-, ενώ, κατ' άλλους, δεν είναι παρά το ίδιο το πρόθεμα. (Ο κερκυραϊκός τ. ᾴθεος θεωρείται «υπερδωρισμός», άστοχη δηλ. μίμηση της δωρικής διαλέκτου). Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η παντελής έλλειψη παραγώγων και συνθέτων στην Ελληνική].