θλω
Greek Monolingual
(Α θλῶ, -άω)
1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω
νεοελλ.
φρ. «τεθλασμένη γραμμή» — η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ' επανάληψη
αρχ.
1. (για φωνή) σχίζω τ' αφτιά, ενοχλώ, ερεθίζω δυσάρεστα
2. (παπ.) τσακίζω από το φόρτωμα, υπερφορτώνω
3. μτφ. καταπιέζω («καὶ ἔθλιψαν καὶ ἔθλασαν τοὺς υἱούς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρήθηκε συγγενές προς τσεχ. dlasmati «πιέζω» και αρχ. ινδ. dhrsad- «βράχος, μυλόπετρα» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhlas- «συνθλίβω, πιέζω».
ΠΑΡ. θλάση(-ις) θλάσμα
αρχ.
θλαδίας, θλασμός, θλάστης, θλαστός.
ΣΥΝΘ. διαθλώ
αρχ.
αναθλώ, αμφιθλώ, ενθλώ, επιθλώ, επικαταθλώ, καταθλώ, περιθλώ, προθλώ, προσθλώ, συγκαταθλώ, συναποθλώ, συνθλώ, υποθλώ].