κάβουρας

Greek Monolingual

ο
1. κοινή ονομασία του μικρού θαλάσσιου μαλακόστρακου καρκίνου
2. μτφ. (για άνθρωπο) αργοκίνητος, νωθρός
3. εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα
4. φρ. «πάει σαν τον κάβουρα»
α) είναι αργοκίνητος
β) είναι άνθρωπος αχαΐρευτος
γ) (για ενέργειες και καταστάσεις) πάει στραβά, δεν προκόβει
5. παροιμ. α) «τί 'ναι ο κάβουρας, τί 'ναι το ζουμί του» — για λίγα σε ποσότητα και ανεπαρκή πράγματα που δεν έχουν καμιά αξία
β) «εδώ σέ θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα» — για ανθρώπους που αποτολμούν δύσκολη ενέργεια
γ) «νά καβούρους, δος μου αλεύρι» — για αυτούς που επιχειρούν να ανταλλάξουν κάτι ευτελές με κάτι άλλο αξιόλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. μεγεθυντικό του καβούρι (πρβλ. ποντίκι: πόντικας)
ή, κατ' άλλους, < αρχ. πάγουρος υπό την επίδραση του τ. κάραβος «καραβίδα» ή απευθείας από το κάραβος με αντιμετάθεση].