κατάβασις
English (LSJ)
-εως, ἡ, opp. ἀνάβασις,
A way down, descent, Hdt.1.186 (pl.), 7.223, etc.; ἡ εἰς Ἅιδου κατάβασις Isoc.10.20, Str.8.6.12, cf. Hdt.2.122; title of work by Dicaearchus, Cic.Att.13.31.2; cf. καταίβασις.
2 descent from central Asia, X.An.5.5.4; ἡ ἐπὶ θάλατταν κατάβασις D.S.14.25.
3 metaph., descent of an idea into the mind, Chrysipp.Stoic.2.242.
4 steep ground, declivity, Demetr.Eloc.248 (pl.).
5 ἔργον καταβάσεως = hanging work, LXX3 Ki.7.16(29).
German (Pape)
[Seite 1339] ἡ, das Hinunter-, Hinabsteigen; ἀπὸ τοῦ ὄρεος Her. 7, 223; Xen. An. 5, 2, 26; Pol. 3, 54, 5 u. a. Sp.; ἡ εἰς Ἅιδου κατάβ. Isocr. 10, 20; der Zug aus Hochasien nach dem Meere hinab, Gegensatz von ἀνάβασις, Xen. An. 5, 5, 4; ἡ ἐπὶ θάλασσαν, D. Sic. 1. – Ein abschüssiger Ort, Demetr. eloc. 248. – Das p. καταίβασις s. unten.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de descendre, descente : ἡ εἰς ᾍδου κατάβασις ISOCR la descente aux enfers ; particul. action de descendre de l'intérieur des terres vers la mer, particul. de l'intérieur de l'Asie.
Étymologie: καταβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάβασις -εως, ἡ [καταβαίνω] Ion. gen. sing. καταβάσιος het afdalen, afdaling:. ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ ἀνάβασις αὐτοῖς ἐγένετο hun afdaling duurde de gehele dag Xen. An. 4.1.10. de weg naar beneden:. ἀπὸ τοῦ ὄρεος κατάβασις de weg van de berg naar beneden Hdt. 7.223.1; ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν toen hij bij de weg van de Olijfberg af kwam NT Luc. 19.37.
Russian (Dvoretsky)
κατάβᾰσις: εως, Plut. καταβᾰσία ἡ
1 схождение вниз, спуск (ἀπὸ τοῦ ὄρεος Her.): ὅλην τὴν ἡμεραν ἡ ἀνάβασις ἐγένετο καὶ κ. Xen. подъем (на возвышенность) и спуск заняли весь день;
2 сошествие (εἰς Ἃιδου Isocr.);
3 спуск, склон (τοῦ ὄρους NT);
4 переход из глубины страны к побережью (κ. ἐπὶ θάλασσαν Diod.): ἐν τῇ ἐξόδῳ τε καὶ καταβάσει Xen. во время отступления к побережью.
English (Strong)
English (Thayer)
καταβάσεως, ἡ (καταβαίνω) (from Herodotus down), descent;
a. the act of descending.
b. the place of descent: τοῦ ὄρους, i. e. that part of the mountain where the descent is made, Sept.; Diodorus 4,21; opposed to ἀνάβασις, the place of ascent way up, Xenophon, Cyril 7,2, 3. So Latin descensus; cf. Herzog on Sall. Cat. 57,3.
Greek Monotonic
κατάβᾰσις: -εως, ἡ (καταβαίνω),·
1. κατέβασμα, κατήφορος, κατωφέρεια, σε Ηρόδ., Αττ.· πρβλ. κατάβασις.
2. κατάβαση από την Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατάβᾰσις: -εως, ἡ, ἀντίθετον τῷ ἀνάβασις, τὸ καταβαίνειν, ὁδὸς δι’ ἧς καταβαίνει τις, Ἡρόδ. 1. 186., 7. 223, καὶ Ἀττ.· ἡ εἰς Ἅιδου κατάβασις Ἰσοκρ. 211E· ἴδε Ἡρόδ. 2. 122, καὶ πρβλ. καταίβασις. 2) ἡ ἀπὸ τῆς ἄνω Ἀσίας κατάβασις εἰς τὴν παραλίαν, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 4., 5. 5, 4· ἡ ἐπὶ θάλατταν κ. Διοδ. 14. 25. 3) κατωφέρεια, Δημήτρ. Φαληρ. 248. ΙΙ. = καταβάσιον ΙΙ, Βυζ.
Middle Liddell
κατάβᾰσις, εως καταβαίνω
1. a going down, way down, descent, Hdt., Attic; cf. καταίβασις.
2. the descent from Central Asia, Xen.
Chinese
原文音譯:kat£basij 卡他-巴西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-步(著) 相當於: (מֹורָד)
字義溯源:下傾的斜面,下坡路,降下,坡;源自(καταβαίνω)=降下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 坡(1) 路19:37
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
descensio, locus ubi descenditur, dismounting, place for getting off, 7.44.8.