κατάθεση
Greek Monolingual
η (AM κατάθεσις) κατατίθημι
νεοελλ.
1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου»)
2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό
3. το κατατεθειμένο ποσό
4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε ναό
5. φρ. α) «κατάθεση όπλων» — παράδοση, συνθηκολόγηση
β) «κατάθεση μάρτυρα» — γραπτή ή προφορική μαρτυρία σε δικαστήριο ή άλλη αρχή
γ) «κατάθεση εντολής» — παραίτηση από αναληφθείσα εντολή, ιδίως σχηματισμού κυβέρνησης
μσν.
1. συμβιβασμός, συμφωνία
2. ύπαρξη μιας ιδιότητας σε κάποιον
μσν.-αρχ.
βεβαίωση, επιβεβαίωση
αρχ.
1. τοποθέτηση καταβολάδων στη γη
2. φύτευμα
3. πληρωμή χρημάτων
4. κατάπαυση («κατάθεσις πολέμου»)
5. ιατρ. ανάταξη μέλους
6. υπόσχεση, ομολογία
7. διευθέτηση
8. ταφή, ενταφιασμός.