κόρφος
Greek Monolingual
ο (Μ κόρφος)
1. ο κόλπος της θάλασσας
2. η αγκαλιά, το στήθος
νεοελλ.
οι μαστοί («πως ο κόρφος καθεμιάς γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθερίας», Σολωμ.)
2. το μέρος του ρούχου που καλύπτει το στήθος
3. φρ. α) «ζέστανε φίδι στον κόρφο του» — περιέθαλψε αγνώμονα
β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο του» — με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε κάποιος να έχει την τύχη του
μσν.
φρ. α) «ἡ γυναίκα τοῦ κόρφου» — η σύζυγος
β) «βάζω τὸ χέρι στὸν κόρφο» — αποφασίζω κατά συνείδηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλφος (άλλος τ. του κόλπος), με τροπή του -λ- σε -ρ- ή κατ' άλλους < κόλπος με ετυμολ. επίδραση του κρυφός].