λιτανεύω
English (LSJ)
in Hom. with λλ in augm. tenses, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα: (λιτανός): —pray, entreat, πάντας δ' ἐλλιτάνευε (v.l. δὲ λ.) Il.15.422:—Constr. same as λίσσομαι, either abs., Od.7.145: or c. acc. pers., Il. l. c., 9.581, etc.; that by which one prays in gen., γούνων ἐλλιτάνευσα Od.10.481; for which in Il.24.357 we have ἀλλ' ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ep. for -ωμεν); also c. inf., 23.196: c. acc. pers. et inf., Hes.Th.469, Pi.N.8.8, etc.: c. Adj. neut., πολλὰ λ. τινά ib.5.32: rare in Att. Poets, Men.49 (dub. l.), and in Prose, X.HG2.4.26, Pl. R.388b, LXX Ps.44(45).12; λ. τὸ θεῖον Str.15.1.60; τοὺς θεοὺς εὐχαῖς D.H.4.76.
French (Bailly abrégé)
invoquer par des prières, prier, supplier : τινά qqn ; πολλὰ γούνων λιτανεύειν OD adresser des prières répétées à qqn en tenant ses genoux embrassés.
Étymologie: λίτανος.
German (Pape)
= λίσσομαι, bitten, flehen, absolut, bes. als Schutzflehender, Od. 7.145, γούνων λιτ., bei Jemandes Knien flehen, 10.481, wie γούνων ἁψάμενον λ., Il. 24.357; c. accus., πάντας δ' ἐλλιτάνευε, 22.414; c. inf., πολλὰ δὲ καὶ σπένδων – λιτάνευεν ἐλθεῖν, 23.196; φίλους λιτάνευε τοκῆας μῆτιν συμφράσσασθαι, Hes. Th. 469; πολλά μιν λιτάνευεν, Pind. N. 5.32; c. inf., 8.8; aor., Theocr. 2.71. – Auch in Prosa, Plat. Rep. III.388b; Xen. Hell. 2.4.17; τὸ θεῖον, Strab. XV p. 713; τοὺς θεοὺς εὐχαῖς, Dion.Hal. 4.76.
Russian (Dvoretsky)
λῐτᾰνεύω: просить, умолить (τινά Hom., Xen., Eur. и τινά τι Pind.): λ. ἐλθέμεν Hom. просить прийти; γούνων λ. Hom. с мольбой обнимать колени (кого-л.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐτᾰνεύω: μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα· (λίτομαι). Συνώνυμ. τῷ λίσσομαι, ἱκετεύω, παρακαλῶ, μάλιστα ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ λίσσομαι, ἤτοι ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ θεῖον Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76.
English (Autenrieth)
(λιτή), ipf. ἐλλιτάνευε, λιτάνευε, fut. λιτανεύσομεν, aor. ἐλλιτάνευσα: pray, implore, abs., and w. acc., Od. 7.145, Il. 9.581.
English (Slater)
λῐτᾰνεύω entreat πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν sc. Ἱππολύτα, attempting to seduce Peleus (N. 5.32) πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν (N. 8.8) λιτανεύω, ἑκαβόλε, Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον[ (Pae. 9.38)
Greek Monolingual
(AM λιτανεύω) λιτανός
1. (αμτβ.) κάνω λιτανεία ή μετέχω σ' αυτήν
2. (μτβ.) περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο επικαλούμενος τη βοήθειά του («λιτανεύουν τὸ εἰκόνισμα», Μαχ.)
μσν.-αρχ.
παρακαλώ, ικετεύω (α. «πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεύς», Ομ. Ιλ.
β. «τότ' ἔπειτα φίλους λιτάνευε τοκῆας», Ησίοδ.
γ. «ἤ μιν ἔπειτα γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν, αἴ κ' ἐλεήσῃ», Ομ. Οδ.
δ. «πολλὰ λιτανεύοντας καὶ πολλῶν χαλεπῶς φερόντων ἱππέων», Ξεν.).
Greek Monotonic
λῐτᾰνεύω: μέλ. -εύσω, στους χρόνους που παίρνουν αύξηση, το λ διπλασιάζεται χάριν μέτρου, ἐλλιτάνευε, ἐλλιτάνευσα (λίτομαι)· ικετεύω, παρακαλώ, ιδίως ζητώντας προστασία, συντασσόμενο είτε απολ. είτε με αιτ. προσ., σε Όμηρ.· αυτό για το οποίο ικετεύει κάποιος τίθεται σε γεν., γούνων λιτανεύειν, σε Ομήρ. Οδ. επίσης, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Επικ. αντί λιτανεύσωμεν), σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., στο ίδ.
Middle Liddell
λῐτᾰνεύω, λίτομαι
to pray, entreat, esp. for protection, either absol. or c. acc. pers., Hom.; that by which one prays in gen., γούνων λιτανεύειν Od.; also, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (epic for -ωμεν), Il.; c. inf., Il.
Mantoulidis Etymological
(=παρακαλῶ). Ἀπό τό λιτανός, πού παράγεται ἀπό τό λίσσομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.